Ο Hans Rosling πραγματεύεται το θέμα του ποσοστού γεννήσεων σε σχέση με τις επικρατούσες θρησκείες στα πλαίσια της συζήτησης για την πληθυσμιακή αύξηση και του αριθμού των ανθρώπων που μπορεί να υποστηρίξει η γη και η δική μας οικονομία εντός αυτής.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, η σχέση θρησκείας-γονιμότητας έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 50 χρόνια: το 1960 στις χώρες με πλειοψηφία χριστιανικού πληθυσμού ως καθοριστικός παράγοντας αναδεικνυόταν όχι η θρησκεία, αλλά το επίπεδο διαβίωσης και εισοδήματος, με τις φτωχές χριστιανικές χώρες να καταγράφουν υψηλά ποσοστά γεννήσεων ανά γυναίκα, 5-6 παιδιά συγκεκριμένα, και τις πιο πλούσιες να εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά, περίπου δύο παιδιών σε κάθε οικογένεια. Παρόλαυτά υπήρχε μεγάλη κατανομή σε όλο το φάσμα.
Στις ισλαμικές κατά πλειοψηφία χώρες το 1960 οι γυναίκες γεννούσαν κατά μέσο όρο 5-6 παιδιά, ανεξαρτήτως εισοδηματικών κριτηρίων, με σημαντική ωστόσο διασπορά στον τομέα του εισοδήματος μεταξύ χωρών, ενώ στις χώρες με επικρατούσες τις ανατολικές/ασιατικές θρησκείες τα ποσοστά γεννήσεων ήταν υψηλά, αλλά η κατανομή τους στην εισοδηματική κλίμακα ήταν περιορισμένη, με τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού να ζει σε συνθήκες σχετικής φτώχειας.
Μέχρι το 2010 τα αντίστοιχα στατιστικά είχαν αλλάξει καθοριστικά….
Συγκεκριμένα παρατηρήθηκε μια μείωση του ποσοστού γεννήσεων σε όλο το φάσμα των θρησκειών και των εισοδημάτων, με το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού να μην αποκτά πάνω από 2-3 παιδιά κατά μέσο όρο.
Σημαντική αλλαγή αποτελεί η σύγκλιση χριστιανικών και μουσουλμανικών (κατά πλειοψηφία πάνω από 50%) χωρών, με τις δεύτερες να εμφανίζουν σημαντική μείωση του ποσοστού γεννήσεων και παρόμοια διασπορά στους εισοδηματικούς άξονες, παρόλο που συγκριτικά οι μουσουλμανικές χώρες εμφανίζουν γενικά χαμηλότερο εισόδημα.
Συνεπώς μειώθηκε η επίδραση του θρησκευτικού/πολιτισμικού παράγοντα στην διαμόρφωση των ποσοστών γεννήσεων κι αυξήθηκε η επίδραση των εισοδηματικών κριτηρίων.
Στις ασιατικές/ανατολικές θρησκείες καταγράφηκε παρόμοια μείωση του ποσοστού γεννήσεων και σχετική αύξηση στο εισόδημα, με παρά πολύ μικρή διασπορά και πάλι των αποτελεσμάτων.
Ως καθοριστικοί παράγοντες γι αυτές τις εξελίξεις αναδεικνύονται οι εν γένει οικονομικοί/εισοδηματικοί, με τις πιο φτωχές χριστιανικές και μουσουλμανικές χώρες να εμφανίζουν υψηλό αριθμό γεννήσεων και παρόμοια διασπορά.
Τα υψηλά ποσοστά γεννήσεων παρατηρούνται εν γένει σε χώρες με χαμηλό μέσο εισόδημα, με υψηλή θνησιμότητα (που μπορεί να οφείλεται σε περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας αλλά και εμπόλεμες συγκρούσεις), όπου απαιτούνται περισσότερα εργατικά χέρια ανά οικογένεια αλλά και τα κοινωνικά δικαιώματα και κυρίως τα δικαίωματα των γυναικών είναι περιορισμένα.
Αντίστοιχη μείωση των ποσοστών γεννήσεων, όμως, καταγράφηκε και σε χώρες των οποίων το βιοτικό επίπεδο δεν άλλαξε σημαντικά. Για τις φτωχές χώρες δεν αναλύεται αυτή η τάση, ωστόσο συσχετίζεται με εξελίξεις κοινωνικές που λαμβάνουν χώρα σε πλουσιότερες χώρες, συγκεκριμένα η βελτίωση στον τομέα των δικαιωμάτων των γυναικών.
Ολοένα και περισσότερες γυναίκες αποκτούν μόρφωση, συνεπώς παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία, εργάζονται και αποκτούν λιγότερα παιδιά.
Εν γένει οι παράγοντες που επηρεάζουν αυξητικά τα ποσοστά των γεννήσεων είναι:
- η υψηλή θνησιμότητα
- η ανάγκη περισσότερων εργατικών χεριών
- τα περιορισμενα δικαιώματα των γυναικών
- η έλλειψη πρόσβασης σε “οικογενειακό προγραμματισμό” που σχετίζεται με την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου
Το μήνυμα που φέρει η ανάλυση, η παραίνεση είναι θετική: πως δεν υπάρχουν θρησκείες που δημιουργούν εμπόδια στην ανάγκη ελέγχου του παγκόσμιου πληθυσμού, πως για να ελεγχθεί ο πληθυσμός θα πρέπει να υπάρξουν δράσεις ώστε να μειωθεί η παιδική θνησιμότητα, να βελτιωθεί γενικά το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων καθώς και η κοινωνική θέση των γυναικών και αυτές οι εξελίξεις ήδη λαμβάνουν χώρα και καταγράφονται στα στατιστικά.
Ο μελετητής καταλήγει ότι, αντίθετα με κάποιες προβλέψεις πως ο ανθρώπινος πληθυσμός της γης θα συνεχίσει να αυξάνεται, θα σταθεροποιηθεί γύρω στα 10 δισεκατομμύρια και αναμένεται να παραμείνει ο ίδιος το 2100, καθώς ο ρυθμός γεννήσεων και θανάτων θα παραμείνει σταθερός και παρότι θα υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι στη γη, αυτοί θα δεν θα γεννούν περισσότερα παιδιά με ακόλουθη επίσης συνέπεια να προκύψει και μια ισοκατανομή του πληθυσμού στις διάφορες ηλικιακές ομάδες (σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει όταν γεννιούνται πάρα πολλά παιδιά λόγω υψηλής θνησιμότητας και ανάγκης παραγωγής εισοδήματος), ώστε να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο ποσοστό των ανθρώπων που πεθαίνουν κι εκείνων που γεννιούνται.
Η ανάλυση, ωστόσο, έχει και ορισμένες αδυναμίες
Καταρχάς προϋποθέτει μια αυξημένη σταθερότητα στις συνθήκες διαβίωσης μακροπρόθεσμα ώστε να παραχθούν τα προβλεπόμενα αποτελέσματα.
Χωρίς να χρειάζεται να υποτεθεί, όμως, κάποια δραματική αλλαγή, ενδέχεται επιμέρους εξελίξεις να δημιουργήσουν διαφορετικές ισορροπίες μεταξύ γενικών συνθηκών διαβίωσης, ποσοστού γεννήσεων, παιδικής θνησιμότητας, προσδόκιμου ζωής, κατανομής εισοδήματος μεταξύ χωρών, κοινωνικών ομάδων, μεταξύ ανδρών-γυναικών κοκ, που θα παραγάγουν πολύ διαφορετικά απο τα αναμενόμενα, βάσει των σύγχρονων τάσεων, αποτελέσματα.
Για παράδειγμα (για να λάβουμε υπόψη ορισμένες τρέχουσες εξελίξεις εν καιρώ οικονομικής κρίσης) ενδέχεται μικρότερο ποσοστό νέων να έχει πρόσβαση σε ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση, μεγαλύτερο ποσοστό νέων να εισέρχεται νωρίτερα στην αγορά εργασίας, με μικρότερο όμως μισθό, να παντρεύεται νωρίτερα, και κατά συνέπεια περισσότερα ζευγάρια να αποκτούν περισσότερα παιδιά κατά την διάρκεια του έγγαμου βίου τους.
Αν αυτό συνδυαστεί με αλλαγή στις καταναλωτικές συνήθειες, στα κριτήρια των παροχών που οι γονείς επιθυμούν, θεωρούν αναγκαίο αλλά και εφικτό να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους, μπορεί ο αριθμός γεννήσεων να αυξηθεί χωρίς ταυτόχρονα να χειροτερεύσουν τόσο οι συνθήκες ώστε να αυξηθεί η θνησιμότητα παιδιών και γηραιοτέρων.
Επίσης, αν μειωθούν τα εισοδήματα περιορίζοντας τη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και τις φιλοδοξίες επαγγελματικής αποκατάστασης, όχι τόσο όμως ώστε να εξωθήσουν σε μαζική μετανάστευση στο εξωτερικό, ενδέχεται τα μέλη των οικογενειών να μην απομακρύονται από την οικογενειακή εστία, να σημειωθεί μια επιστροφή στο πρότυπο των πιο εκτεταμένων οικογενειών με διευρυμένα δίκτυα αλληλεγγύης που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην συντήρηση περισσότερων τέκνων χωρίς αυτό να αποδίδεται στην ανάγκη εξεύρεσης περισσότερων εργατικών χεριών.
Ακόμη, η επισιτισική ανασφάλεια θα μπορούσε να οδηγήσει περισσότερους ανθρώπους στην ύπαιθρο ώστε να αυτονομηθούν εν μέρει από την αγορά τροφίμων και τις σχετικές ανατιμολογήσεις τους, μετασχηματίζοντας έτσι και την οικονομία περισσότερο στην κατεύθυνση της αγροτοπαραγωγής και δημιουργώντες νέες κοινωνικές συνθήκες και κοινωνικές πρακτικές με διαφορικά μακροσκοπικά αποτελέσματα.
Τέτοιες πιθανές παραδειγματικές εξελίξεις, χωρίς να είναι απαραίτητα μαζικές, αλλά αναλογικές, θα μπορούσαν να μετασχηματίσουν το γενικό μοτίβο της αυτονομημένης πυρηνικής οικογένειας, που αποκτά λιγότερα παιδιά όσο περισσότερο αυξάνεται το εισόδημά της που επικρατεί στον αστικό δυτικό κόσμο για παράδειγμα, και να αναδειχθούν πρακτικές που συνυπάρχουν με τις επί του παρόντος κυρίαρχες που θα ωθήσουν είτε στην αύξηση του πληθυσμού είτε σε μείωσή του, αλλάζοντας την ισορροπία των παραγόντων που συνεπιδρούν και το τελικό αποτέλεσμά τους.