Την Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου η Γαλλική Εθνοσυνέλευση ψήφισε υπέρ ενός νόμου που καθιστά “την άρνηση ή την προκλητική υποβάθμιση” της γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Οθωμανούς Τούρκους την περίοδο 1915-1917 αδίκημα που διώκεται με ποινή φυλάκισης ενός έτους και χρηματικό πρόστιμο ύψους 45.000€.
Η κυβέρνηση του Γάλλου Προέδρου Nikolas Sarkozy στήριξε το νέο νομοσχέδιο παρά τις ιδιαίτερα έντονες διαμαρτυρίες της Τουρκίας και τις προειδοποιήσεις του Τούρκου Πρωθυπουργού Recep Tayyip Erdogan για οικονομικές και πολιτικές συνέπειες σε περίπτωση κύρωσης του νόμου.
Ως ένδειξη διαμαρτυρίας η Τουρκία ανακάλεσε τον πρεσβευτή της, Tahsin Burcuoglu, από το Παρίσι στην Άγκυρα για διαβουλεύσεις αδιευκρίνιστης διάρκειας και ανακοίνωσε πως αναστέλλει τις διμερείς επαφές επί οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών θεμάτων και παγώνει την στρατιωτική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών, ακυρώνοντας τις άδειες των γαλλικών στρατιωτικών αεροπλάνων να προσγειώνονται και να απογειώνονται από τουρκικά αεροδρόμια και των γαλλικών πολεμικών πλοίων να ελλιμενίζονται σε τουρκικά λιμάνια.
Συνολικά 20 χώρες έχουν αναγνωρίσει μέχρι στιγμής τη γενοκτονία των Αρμενίων, ενώ το θέμα συνεχίζει να συζητιέται ακόμη σε αρκετές προβεβλημένες χώρες όπως η Αγγλία,η Γερμανία, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Η Γαλλία αναγνώρισε για πρώτη φορά το 2001 ως γενοκτονία τη συστηματική στόχευση των Αρμενίων από τους Οθωμανούς Τούρκους την περίοδο 1915-17 – που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, 600.000 έως 1.500.000 ανθρώπων, αλλά τότε δεν είχε προβλεφθεί καμία ποινική δίωξη σε βάρος των αρνητών ή των αμφισβητιών του χαρακτηρισμού των θανάτων αυτών ως “γενοκτονίας”, ενός όρου με νομικά προσδιορίσιμο περιεχόμενο1, 2.
Μια τέτοια προσπάθεια έγινε το 2006 με πρωτοβουλία των Γάλλων Σοσιαλιστών, όταν και πάλι η σχετική πρόταση νόμου εγκρίθηκε στην Εθνοσυνέλευση, τη Κάτω Βουλή, αλλά τελικά απορρίφθηκε από τη Σύγκλητο, την Άνω Βουλή, πέντε ολόκληρα χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2011. Για να γίνει νόμος του κράτους κάθε νομοσχέδιο πρέπει να εγκριθεί και από τα δύο σώματα. Η αντίδραση της Άγκυρας και στις δύο αυτές περασμένες κινήσεις του Παρισιού υπήρξε σφοδρότατη. Το 2001 η παρέμβαση της Τουρκικής κυβέρνησης στις επιχειρηματικές σχέσεις συνεργασίας των δύο χωρών οδήγησε σε μια πτώση 40% των γαλλικών εξαγωγών στη Τουρκία, ενώ το 2006 πάγωσε τις στρατιωτικές συνεργασίες και ανακάλεσε τα δικαιώματα χρήσης του εναέριου χώρου της από γαλλικά αεροπλάνα.
Το θέμα επανέφερε στο προσκήνιο ο Γάλλος Πρόεδρος αυτή τη φορά, δύο μήνες νωρίτερα, κατά την επίσκεψή του στην Αρμενία απ’ όπου κάλεσε τη Τουρκία να παραδεχθεί τις “σκοτεινές σελίδες” της ιστορίας της, προσθέτοντας πως κάτι τέτοιο θα ερμηνευόταν “ως ένα πολύ καλό βήμα εμπρός“, καθιστώντας μια τέτοια κίνηση πρακτικά προϋπόθεση για την προώθηση της υποψηφιότητας της Τουρκίας για συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και προετοιμάζοντας το διπλωματικό έδαφος για τη νομοθετική αυτή εξέλιξη.
Το νομοσχέδιο είναι κατά γενική γενική ομολογία αμφιλεγόμενο, καθώς προσδίδει στο Γαλλικό Κράτος την εξουσία μιας σύγχρονης Ιεράς Εξέτασης που ορίζει όχι μόνο το πλαίσιο μιας ιδεολογικής ηγεμονίας στον προσδιορισμό του αποδεκτού και του μη αποδεκτού, του ορθού και λανθασμένου, του ηθικού και του ανήθικου αλλά ποινικοποιεί κυριολεκτικά και διώκει την εκφορά αντίθετου λόγου, συνεπώς περιορίζει την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία έκφρασης και τύπου. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην Εθνοσυνέλευση κατατέθηκε πρόταση τροποποίησης του νομοσχεδίου ώστε να προστατεύεται και να εξαιρείται από τις προβλεπόμενες ποινικές διώξεις η ιστορική και επιστημονική, ακαδημαϊκή έρευνα που ελλείψει υποστήριξης αποσύρθηκε, ενώ κι άλλες επικριτικές τοποθετήσεις τροποποίησης απορρίφθησαν· από τις συνολικά 12 προτάσεις μόνο εκείνη της συντάκτριας της πρότασης νόμου έγινε δεκτή σε αυτό το επίπεδο διαβούλευσης.
Ο νόμος, ακόμη, δεν κάνει ρητή αναφορά στην γενοκτονία των Αρμενίων, αλλά ορίζει τη πρόβλεψη δίωξης σε βάρος εκείνων που αρνούνται ή προκλητικά υποβαθμίζουν μια γενοκτονία (ή εγκλήματα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας) που έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με τους νόμους που έχει ψηφίσει το κράτος. Αυτό το σημείο χρησιμοποιήθηκε από τους υποστηρικτές του νόμου ως επιχείρημα για να αντικρούσουν τη κατηγορία της μεροληψίας υπέρ των Αρμενίων, όμως αν πράγματι αποτελεί ένδειξη μιας νέας πολιτικής τακτικής στο πεδίο της ιδεολογικής διαμάχης γύρω από ιστορικά και πολιτικά γεγονότα, μπορεί να κρύβει μεγαλύτερους κινδύνους, καθώς, στα πλαίσια ενός τέτοιου παραδείγματος, μπορεί ένα Κράτος – κι όχι ανεξάρτητοι (εντός ή εκτός εισαγωγικών) θεσμοί και διεθνή όργανα – να ορίζει τί συνιστά έγκλημα πολέμου, έγκλημα κατά της ανθρωπότητας ή γενοκτονία και να εφαρμόζει με επιλεκτικό και απόλυτο τρόπο αυτόν τον κανόνα ως εργαλείο άσκησης εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Παραδείγματα τέτοιας επιλεκτικότητας δυστυχώς αφθονούν.
Ο Nikolas Sarkozy προσβλέπει, σίγουρα, με αυτές τις κινήσεις και στη τόνωσητης δημοτικότητάς του εν όψει των προεδρικών εκλογών τον Απρίλιο του 2012, πιο άμεσα στον προσεταιρισμό της αρμενικής κοινότητας της Γαλλίας που αριθμεί περίπου μισό εκατομμύριο μέλη, καθώς και των συντηρητικών Γάλλων, σε μια περίοδο ανόδου της ακροδεξιάς και του εθνικισμού στην Ευρώπη, που οξύνεται από την οικονομική κρίση και τις κοινωνικές αντιθέσεις που αυτή θρέφει, χειραγωγώντας τις προς την κατεύθυνση της ισχυροποίησης της κεντρικής εξουσίας. Η κυβέρνηση Sarkozy έχει δώσει επανειλημμένα δείγματα αυτής της επένδυσης στη ξενοφοβία και τον ρατσισμό μέσω της στοχοποίησης μειονοτήτων, με πιο πρόσφατο καίριο παράδειγμα τον διωγμό των Ρομά και την επίθεση στην “εγκληματικότητα”, ενώ έχει καλλιεργήσει υποψίες και έχει παράσχει ενδείξεις και για παρασκηνιακές κινήσεις υπονόμευσης αντιπάλων, ώστε να παραμείνει στην εξουσία.
Λαμβάνοντας, τέλος, υπόψη ότι η εξέταση του νομοσχεδίου στη Σύγκλητο θα λάβει χώρα μετά την ολοκλήρωση των προεδρικών εκλογών, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι το πολιτικό παιχνίδι δεν αποκλείται να είναι πιο καιροσκοπικό και αρκετά πιο βραχυπρόθεσμο. Να καλλιεργεί, δηλαδή, η κυβέρνηση Sarkozy μια πρόσκαιρη αντιπαράθεση, την οποία δεν έχει σκοπό να συνεχίσει, διατηρώντας τη δυνατότητα να μπλοκάρει τη ψήφιση του νόμου στη Σύγκλητο αν θέλει. Οι καθησυχαστικές και ουδέτερες απαντήσεις του Γάλλου Προέδρου στην τουρκική έκρηξη οργής σε συνδυασμό με την άρνησή του να απαντήσει στα τηλεφωνήματα του Τούρκου Προέδρου Abdullah Gul, ενδέχεται να μαρτυρούν μια προσπάθεια διαχωρισμού των δύο μετώπων, του εξωτερικού και του εσωτερικού, ώστε να περιοριστούν οι ζημιές και στα δύο.
Μια ακόμη πιθανότητα είναι η πρόκληση αυτή προς την Τουρκία να ήταν υπολογισμένη και λελογισμένη, δεδομένης της εκπεφρασμένης αντίθεσης και αμφιβολίας εκ μέρους της Γαλλίας στην προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να παρασύρει την Τουρκία σε ένα πόλεμο χαρακωμάτων που θα έπληττε το δυτικό προφίλ της και την εικόνα της σταδιακής συμμόρφωσής της προς τις συμβάσεις της δυτικής πολιτικής και οικονομίας.
Ο τουρκικός τύπος, οι τουρκικές οργανώσεις και η τουρκική διπλωματία έσπευσαν αμέσως να ανεβάσουν τους τόνους στις διμερείς σχέσεις εκμεταλλευόμενες τα “αδύναμα μέτωπα” της Ευρώπης και της εν γένει Δυτικής πολιτικής στην οικονομία και στις γεωπολιτικές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή, αξιοποιώντας παράλληλα τη κρίση και για εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες.
Ένα σημείο υψηλής συμβολικής σπουδαιότητας για τις Τουρκικές Αρχές είναι πως η ψήφιση του νομοσχεδίου τεχνηέντως συνέπεσε με τη δολοφονία, πριν από 32 χρόνια, του Τούρκου διπλωμάτη Yilmaz Colpan στο Παρίσι από την αρμενική τρομοκρατική οργάνωση ASALA ως πράξη εκδίκησης για τους θανάτους Αρμενίων στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Egemen Bagis μάλιστα δήλωσε πως η Γαλλία οφείλει να ζητήσει συγγνώμη από την Τουρκία για την αποτυχία της να προστατέψει αρκετούς Τούρκους διπλωμάτες.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός Recep Tayyip Erdogan κατηγόρησε ευθέως τη Γαλλία για ρατσισμό, ξενοφοβία κι ισλαμοφοβία, παίζοντας κι αυτός το χαρτί της δυϊστικής αναμέτρησης “Δύσης-Ανατολής” παρουσιάζοντας την Τουρκία ως εκπρόσωπο και υπέρμαχο των απανταχού μουσουλμάνων, των πέντε εκατομμύρια μουσουλμάνων που υφίστανται ρατσιστικές διακρίσεις εντός της Γαλλίας, καθώς κι εκείνων του ισλαμικού κόσμου, του οποίου φιλοδοξεί άμεσα ή έμμεσα να ηγηθεί η Τουρκία παρέχοντας εαυτόν ως παράδειγμα οικονομικά και πολιτικά σύγχρονου και ισλαμικού κράτους. Στα συμφραζόμενα της “αραβικής άνοιξης” και των αντιαποικιοκρατικών της συνδηλώσεων ανταπέδωσε, επίσης, την κατηγορία της γενοκτονίας για τις σφαγές που διέπραξε η Γαλλία στην Αλγερία δίνοντας και θρησκευτικό χρώμα στον εθνοαπελευθερωτικό αγώνα των Αλγερινών αναφερόμενος στην “μαρτυρία” τους. Προχώρησε, ακόμη, ένα βήμα παραπέρα, και μετέφερε την αντιπαράθεση σε προσωπικό επίπεδο, αναφερόμενος στον πατέρα του Γάλλου Προέδρου ως συμμετέχοντα στον πόλεμο της Αλγερίας τη δεκαετία του 1940 κι εμπλέκοντάς τον στις σφαγές που διαπράχθηκαν εκείνη τη περίοδο. Σε αναμονή ακόμη της συνεδρίασης της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης είχε χαρακτηρίσει αυτή την εξέλιξη “πολιτικό ατύχημα” και τον ίδιο τον Sarkozy επιρρεπή σε διπλωματικές αποτυχίες.
Ο Τούρκος Πρόεδρος Abdullah Gul προειδοποίησε πως μια πιθανή έγκριση του νόμου από τη από τη Γαλλική Σύγκλητο, θα ισοδυναμούσε με απώλεια της ουδέτερης και αμερόληπτης θέσης της Γαλλίας στην διαμάχη μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν στην περιοχή Ναγκόρνο-Καραμπάκ και σε αυτή τη περίπτωση θα πρέπει να αποσυρθεί από την Ομάδα Μινσκ που έχει αναλάβει την εποπτεία των διαπραγματεύσεων εριηνικής διευθέτησής της.
Σε μια συναφή εξέλιξη, εκατοντάδες Τούρκοι νομικοί παραιτήθηκαν μαζικά από τις θέσεις τους στην διακοινοβουλευτική Ομάδα Φιλίας μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας, οδηγώντας τον θεσμό σε διάλυση και επισημαίνοντας πως “δεν έχει νόημα πλέον να διατηρούμε φιλικές σχέσεις με μια τέτοια χώρα” και χαρακτήρισαν την έγκριση του νομοσχεδίου στο Γαλλικό Κοινοβούλιο “εχθρική ενέργεια” που “αγνοεί τους φιλικούς δεσμούς” μεταξύ των δύο χωρών.
Τη σκυτάλη παρέλαβε ο Υπουργός Εξωτερικών Ahmed Davutoglu ο οποίος παρομοίασε τη ψήφιση του νομοσχεδίου με τις πρακτικές των Αράβων δικτατόρων που ανέτρεψε η “αραβική άνοιξη” κι οι οποίοι προσπαθούσαν να υπογορεύσουν στους πολίτες τους τί να σκεφτούν και τί να μην σκεφτούν.
Ομολογουμένως η Γαλλία έδωσε αρκετά πολεμοφόδια στην Τουρκία για να της επιτεθεί για την απαγόρευση αμφισβήτησης της αρμενικής γενοκτονίας, ωστόσο και ο Τούρκος Πρωθυπουργός με το καταγγελτικό ύφος του και ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών με την ελεγεία του για τα χαμένα ιδανικά της Ευρώπης παραδόθηκαν σε ρητορείες ιστορικών ανασκευών που υπερέβησαν τα όρια της αστειότητας.
Ο Erdogan δήλωσε υπερήφανος τη Παρασκευή, 23 Δεκεμβρίου πως “ο Κος Sarkozy δεν είναι δυνατόν να βρει καμία γενοκτονία στην ιστορία της Τουρκίας. Οταν κοιτάξει στην Τουρκική ιστορία, δεν θα μπορέσει να βρει τίποτα πέρα από την ανεκτικότητα, τη συμπαράσταση και τη συμπόνοια των Τούρκων“.
Ο Davutoglu δε, στα πλαίσια ενός συνεδρίου για την τουρκική εξωτερική πολιτική και τις πρόσφατες διεθνείς εξελίξεις, προέτρεψε τους Τούρκους πρεσβευτές ανά τον κόσμο να μιλήσουν θαρρετά “σε κάθε Αρμένιο για τους δέκα αιώνες που ζήσαμε ειρηνικά μαζί τους· θα τους πούμε πως οι αποικιοκράτες, συμπεριλαμβανομένων των Γάλλων, μάς έστρεψαν τον ένα ενάντια στον άλλο το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα“.
Σαν να μην του έφτανε αυτό, ανακήρυξε την τουρκική κυβέρνηση και τους διπλωμάτες της φύλακες των αξιών που εγκαταλείπουν οι Ευρωπαίοι: “Απευθύνω έκκληση στους Ευρωπαίους διανοούμενους. Προστατέψτε τις αξίες σας. Εμείς θα συνεχίσουμε να υψώνουμε τη φωνή μας. Θα πάμε οπουδήποτε απαγορεύεται νομικά η υποτιθέμενη γενοκτονία και θα ποούμε πως εμείς δεν την αναγνωρίζουμε. Θα υψώσουμε τη φωνή μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αν οι Ευρωπαίοι δεν προστατέψουν αυτές τις αξίες, θα το κάνουμε εμείς.“
Ο Recep Tayyip Erdogan πρόσφατα είχε απολογηθεί για το θάνατο 13.806 Κούρδων στο χωριό Dersim (Tunceli) τη περίοδο 1936-39 και είχε δηλώσει πως “αυτό που εμποδίζει την Τουρκία να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα κράτη του κόσμου, είναι ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την το παρελθόν, την ιστορία, τα ταμπού και τους φόβους της“. Η πολιτική των “μηδενικών προβλημάτων” όμως που ορματίστηκε ο Davutoglu φαίνεται να προσκρούει στη τακτική της έντονης ευθιξίας, της προβολής δύναμης και στη φιλοδοξία επέκτασης της επιρροής της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, που την ωθεί να προσπαθεί να εκπληρώσει αυτή τη πολιτική σύλληψη με την χάλκευση της ιστορίας, την ιδεολογική εσωστρέφεια και την εξωτερική επιθετικότητα, που την έχουν οδηγήσει στη διατήρηση ιδιαίτερα προβληματικών σχέσεων με πολλές διαφορετικές χώρες.