Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Mέλη της συριακής αντιπολίτευσης ταξίδεψαν στο Κόσοβο για εκπαίδευση και ανταλλαγή εμπειριών στον ανταρτοπόλεμο με τον πρώην UCK

Μια αντιπροσωπεία μελών της συριακής αντιπολίτευσης, επιστρέφοντας από ταξίδι τους στις ΗΠΑ, βρέθηκαν στο Κόσοβο στις 26 Απριλίου 2012, όπου συναντήθηκαν με τις αρχές της Πρίστινας με σκοπό την ανταλλαγή εμπειριών στον ασύμμετρο πόλεμο και τον ανταρτοπόλεμο και την οργάνωση και συντονισμό των ενόπλων ομάδωνΜια αντιπροσωπεία μελών της συριακής αντιπολίτευσης, επιστρέφοντας από ταξίδι τους στις ΗΠΑ, βρέθηκαν στο Κόσοβο στις 26 Απριλίου 2012, όπου συναντήθηκαν με τις αρχές της Πρίστινας με σκοπό την ανταλλαγή εμπειριών στον ασύμμετρο πόλεμο και τον ανταρτοπόλεμο και την οργάνωση και συντονισμό των ενόπλων ομάδων.

Ο επικεφαλής της συριακής αποστολής, Ammar Abdulhamid, Σύριος αντικαθεστωτικός που ζει στις ΗΠΑ από το 2005, δήλωσε: “Έχουμε έρθει εδώ για να μάθουμε. Το Κόσοβο έχει διανύσει αυτή τη διαδρομή και διαθέτει μια εμπειρία που θα μας ήταν πολύ χρήσιμη“.

Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στα σύνορα Αλβανίας – Κοσόβου, σε ένα στρατόπεδο που είχαν οργανώσει οι ΗΠΑ για την εκπαίδευση των ανταρτών του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου (KLA ή UCK, όπως είναι γνωστός στα Βαλκάνια), τη δεκαετία του ’90 για να πολεμήσουν κατά των Σέρβων και να αποσχιστούν την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.

Σύμφωνα με τον Ammar Abdulhamid, που εκπροσωπεί τον Συριακό Απελευθερωτικό Στρατό (SLA), ενδιαφέρονται ειδικά για τον τρόπο με τον οποίο “διασκορπισμένες ένοπλες ομάδες οργανώθηκαν για την συγκρότηση του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου“.

Είναι γεγονός, πως ένα από τα μεγάλα προβλήματα της συριακής αντιπολίτευσης, τόσο στο πολιτικό όσο και στο στρατιωτικό επίπεδο, είναι ο κατακερματισμός της, η πολυδιάσπασή της και η αδυναμία συγκρότησης ενός ενωμένου μετώπου κατά της κυβέρνησης και του συριακού στρατού που ελέγχει ο Bashar al-Assad.

Eίναι, όμως, πραγματικά αμφίβολο πως θα μπορούσαν να διδαχθούν οι Σύριοι αντικαθεστωτικοί από τις επιδόσεις των Αλβανών Κοσοβάρων σε αυτόν τον τομέα, καθότι ο UCK δεν πολέμησε ποτέ επιτυχημένα ως οργανωμένος/τακτικός στρατός, παρά μόνο υπό την μορφή ένοπλων ομάδων τρομοκρατίας, ασύμμετρων επιθέσεων και εθνοκάθαρσης σε βάρος Σέρβων, Κροατών, τσιγγάνων αλλά και εναντίον Αλβανών που παρέμεναν πιστοί στη κυβέρνηση του Βελιγραδίου (οι επιθέσεις αυτές έλαβαν χώρα και πριν και μετά τον ΝΑΤΟϊκό βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας που ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 1999).

Η κύρια μέθοδος του UCK συνίστατο στην πραγματοποίηση ατάκτων επιθέσεων σε βάρος προσωπικού του στρατού και της αστυνομίας, καθώς και κατά του άμαχου πληθυσμού, ώστε να προκαλέσουν αντίποινα από τις κρατικές δυνάμεις, τροφοδοτώντας την ένταση μεταξύ των διαφόρων εθνικών-εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, δημιουργώντας κοινωνικό χάος και γενικευμένη ανθρωπιστική κρίση, με την προσφυγοποίηση του πληθυσμού, ώστε να προωθήσουν τη λύση της ξένης επέμβασης στο Κόσοβο και της ανάδειξης των ίδιων στο ρόλο ισχυρών πολιτικών παραγόντων στην περιοχή (αυτό επιβεβαιώθηκε απόλυτα με την ανάδειξη ηγετικών στελεχών του UCK στην πολιτική ζωή της χώρας, απόδειξη επίσης των συναλλαγών τους με κράτη της Δύσης).

Πράγματι, δεδομένης της αδυναμίας τους να αντιμετωπίσουν τον Σερβικό στρατό, οι ίδιοι οι Κοσοβάροι αντάρτες ζητούσαν την επέμβαση του ΝΑΤΟ, και ανάλογες ήταν και οι εκτιμήσεις για τις αρχικές προθέσεις του UCK ακόμη και από αμερικανούς αναλυτές  – που επέκριναν τη στρατηγική και τις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης Bill Clinton – σε συνεδριάσεις της αμερικανικής Γερουσίας εκείνη τη περίοδο.

Αυτό αποτελεί και το κύριο σημείο σύμπτωσης, σε επίπεδο τακτικής και στρατηγικής, του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου με τον Συριακό Απελευθερωτικό Στρατό (κι εν γένει εκείνο το μέρος της συριακής αντιπολίτευσης που ζητά κάποιας μορφής ξένη επέμβαση), ο οποίος καταφεύγει ομοίως σε ενέδρες, τρομοκρατικές επιθέσεις σε βάρος αστυνομίας, στρατού και κυβερνητικών κτιρίων και σε χρήση ελεύθερων σκοπευτών για να φθείρει τις δυνάμεις του καθεστώτος Assad και να δημιουργήσει χάος τέτοιο που θα ευνοούσε τις προσπάθειες στρατολόγησης μαχητών και λαθρεμπορίου όπλων, προσφέροντας ταυτόχρονα τις δυνάμεις του στους εχθρούς του συριακού καθεστώτος εκτός συνόρων.

Ο Συριακός Απελευθερωτικός Στρατός έχει απορρίψει επανειλημμένα οποιαδήποτε μορφή διαλόγου με το καθεστώς του Assad κι έχει αρνηθεί να δεσμευτεί από το ειρηνευτικό σχέδιο που προωθεί ο Kofi Annan για τον ΟΗΕ, καλώντας αντίθετα για μια δυτική επέμβαση για την απομάκρυνη του Bashar al-Assad.

Μια άλλη ομοιότητα που συνδέει τις δύο συρράξεις είναι η εισροή χρηματοδότησης, όπλων και ξένων μαχητών από ακραίες Ισλαμιστικές ομάδες και καθεστώτα. Στην περίπτωση του Κοσόβου, μαχητές της jihad από την Υεμένη, τη Σαουδική Αραβία, την Τσετσενία, τη Βοσνία και από το Ιράν έλαβαν μέρος στις μάχες, ενώ μέλη του UCK έλαβαν όπλα, πυρομαχικά και εκπαίδευση από αυτές τις δυνάμεις στο Κόσοβο, στην Αλβανία αλλά και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής (αλλά και της Δύσης). Στην περίπτωση της Συρίας, οι ένοπλες ομάδες ανταγωνίζονται για άντληση χρηματικών και στρατιωτικών πόρων κυρίως από σουνιτικές χώρες, όπως το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία αλλά και τη Τουρκία, που προσπαθούν να εδραιώσουν την επιρροή τους στη περιοχή.

Ο ακραίος θρησκευτικός χαρακτήρας αυτών των ομάδων, δεν αποτρέπει τις δυτικές κυβερνήσεις από το να τους τους προσφέρουν βοήθεια σε χρηματικούς πόρους, όπλα, επικοινωνιακό εξοπλισμό, τεχνική-λογιστική υποστήριξη, εκπαίδευση και τακτικές οδηγίες. Δυστυχώς, δεν το πράττουν αυτό παρά την ιδεολογική-θρησκευτική ταυτότητα αυτών των ένοπλων ομάδων, αλλά ακριβώς εξαιτίας της. Είναι πιο εύκολο για τη Δύση να διατηρήσει τον πολιτικό έλεγχο αυτών των περιοχών ενόσω αυτές βρίσκονται υπό την επιρροή ή την εξάρτηση των τοπικών τους συμμάχων. Δεδομένης της στρατηγικής αντιπαράθεσής τους με το Ιράν, είναι πρόθυμες να ενισχύσουν την ακραία σουνιτική πτέρυγα εφόσον αυτή μπορεί να παράσχει το κίνητρο για την αντιπαράθεση με το σιιτικό Ιράν ή τουλάχιστον τις προϋποθέσεις επιλεκτικής οικονομικής ενίσχυσης για τις δυνάμεις που θα δεθούν στο άρμα της.

Από αυτή την άποψη, αφενός η ευρύτερη υιοθέτηση τακτικών ασύμμετρου πολέμου για την “εκμαίευση” βίαιων αντιποίνων για λόγους προπαγάνδας και την ενίσχυση των επικλήσεων ξένης επέμβασης, που προωθείται από δυτικές χώρες, κι αφετέρου η θρησκευτικοποίηση του πολέμου, προμηνύουν δυσάρεστες εξελίξεις για τη Συρία (επίταση της ανθρωπιστικής κρίσης, με το θάνατο αμάχων και την ενίσχυση του προσφυγικού ρεύματος), μια χώρα που κατοικείται από πολλές διαφορετικές εθνικές-εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες που βρίσκονται σε μια λεπτή και ιδιαίτερα εύθραυστη ισορροπία.