Τα σύμβολα έχουν ακόμη δύναμη….να εμπνέουν και να φοβίζουν. Αναλογιζόμενος τα χθεσινά γεγονότα του εορτασμού της 25 Μαρτίου από την πολιτεία, ξεπήδησε στο νου μου μία άλλη βαθειά χαραγμένη ανάμνηση: οι προπαρασκευαστικές ενέργειες του πολέμου στο Ιράκ, με τις αλλεπάλληλες κινδυνολογικές ενημερώσεις και “τεκμηριωτικές” αναφορές για όπλα μαζικής καταστροφής που υποτίθεται πως είχε στη κατοχή του ο Saddam Hussein (οι οποίες αποδείχτηκαν – εκ των προτέρων – ψευδείς) και στοιχειοθετούσαν την παγκόσμια τρομοκρατική απειλή ενώπιον της οποίας ο “ελεύθερος κόσμος” έπρεπε να δράσει αποφασιστικά.
Πρωταγωνιστικός φορέας αυτού του μηνύματος ήταν ο Αμερικανός στρατηγός Colin Powell. Όταν επρόκειτο να εκθέσει τα επιχειρήματα των ΗΠΑ υπέρ μιας στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράκ, στις 5 Φεβρουαρίου 2003, οι ΗΠΑ υπέδειξαν στους υπαλλήλους του ΟΗΕ να καλύψουν το μνημειακό έργο (αντίγραφο σε ταπισερί) του Pablo Picasso “Guernica” που είναι τοποθετημένο στον διάδρομο έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπου τα ΜΜΕ συναντούν τους διπλωματικούς απεσταλμένους και τους πολιτικούς αξιωματούχους.
ΟΙ ΗΠΑ και ο ΟΗΕ δεν ήθελαν αυτό το επιτακτικό κάλεσμα για στρατιωτική δράση να αποδυναμωθεί από την καλλιτεχνική εικονοποίηση της φρίκης του πολέμου, των επιπτώσεων του πολέμου για τους ανθρώπους και το περιβάλλον, από μια φευγαλέα, έστω, ματιά στην πραγματικότητα, που θα μπορούσε να δράσει ανασταλτικά τη στιγμή που χρειάζονταν τη πλήρη ή τη σιωπηρή τουλάχιστον συναίνεση σε ένα έγκλημα.
Είχε προηγηθεί η τηλεοπτική αναμετάδοση αυτού του ισχυρού αντι-πολεμικού συμβόλου ως υπόβαθρο στις δηλώσεις του επιθεωρητή όπλων Hans Blix λίγες μέρες νωρίτερα, στις 27 Ιανουαρίου 2003, ένα επικοινωνιακό παράπτωμα που οι φιλοπόλεμες δυνάμεις δεν είχαν σκοπό να επαναλάβουν.
Ο Pablo Picasso σχεδίασε τη πρωτότυπη “Guernica” σε ένα μουντό ασπόμαυρο χρωματικό τόνο εντός τριών μηνών μετά την σφαγή 1600 κατοίκων της ομώνυμης πόλης της Ισπανίας από τα βομβαρδιστικά της Luftwaffe του Hitler στις 26 Απριλίου 1937, εν μέσω του Ισπανικού Εμφυλίου. Η επίθεση, που δεν εξυπηρετούσε κανένα στρατιωτικό στρατηγικό στόχο, διεξήχθη σκοπίμως την ημέρα, την ώρα που οι αγορές και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο με σαφή στόχο να προκαλέσει όσο το δυνατόν περισσότερα ανθρώπινα θύματα. Η σκοπιμότητα της δολοφονικής επίθεσης δεν ήταν άλλη από την τρομοκράτηση του πληθυσμού, ώστε να μην στηρίξει τον αγώνα των Δημοκρατικών εναντίον των Εθνικιστών του Franco – που υποστηρίζονταν από τη Γερμανία του Hitler και την Ιταλία του Mussolini.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής είχαν συμφωνήσει σε μια “αρχή της μη παρέμβασης”, ώστε να αποσοβηθεί η εξάπλωση του πολέμου στην Ευρώπη. Στην πράξη, η Ιταλία και η Γερμανία στήριζαν ανοιχτά με όπλα και στρατό τον Franco, η Σοβιετική Ρωσία επιθυμούσε μεν την συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού μετώπου εναντίον του Hitler και συνέπραξε στη συμφωνία με αυτό το σκοπό, αλλά αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τον αναδυόμενο κίνδυνο τροφοδοτούσε άλλοτε ανοιχτά άλλοτε κεκαλυμμένα τους Δημοκρατικούς με εφόδια και όπλα, ενώ η Γαλλία και η Βρετανία ήταν διχασμένες μεταξύ της ανάγκης αντίστασης στον αναδυόμενο φασιστικό άξονα δυνάμεων και της εχθρότητάς τους προς τα κομμουνιστικά και αναρχικά κινήματα που βρίσκονταν σε ανοδική πορεία στην Ευρώπη, με τη Βρετανία να ευνοεί περισσότερο την επικράτηση του Franco.
Στις μέρες μας η Ευρώπη καθοδηγείται από ένα συνασπισμό συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων, το κοινό σημείο των οποίων συνίσταται στην οικονομική τους βάση, στην σχέση αλληλεξάρτησης που τους συνδέει με μια οικονομική ολιγαρχία όπως οικοδομήθηκε και εδραιώθηκε τα τελευταία 30-40 χρόνια μέσω ενός προγράμματος οικονομικής ιδιωτικοποίησης και χρηματοπιστωτικής απορρύθμισης. Αυτό το πρόγραμμα σηματοδότησε εν γένει τη μετάβαση από πολιτικές και οικονομικές δομές κρατικού παρεμβατισμού, με πολιτικά αποκλειστικό και αυταρχικό τρόπο, για την εδραίωση και προστασία του αγοραίου ελέγχου της οικονομίας, σε μορφές ελαχιστοποίησης της κρατικής παρουσίας και μεταφοράς κατά το δυνατόν περισσότερου πολιτικού/οικονομικού ελέγχου σε ολοένα και συγκεντρωτικότερα οικονομικά κέντρα.
Η πολιτική φιλελευθεροποίηση, το φαινομενικό πολιτικό άνοιγμα σε κόμματα και κοινωνικές ομάδες που έλαβε χώρα αυτή την περίοδο παραδόξως δεν αντιστρατεύθηκε τη παραπάνω διαδικασία. Η ενσωμάτωση μέρους αυτών των δυνάμεων στην οικονομική και πολιτική τάξη και η ισχυροποίηση των αγορών, χωρίς εξάρτηση από αυστηρώς δεδομένες κοινωνικές δυνάμεις, αποτέλεσε τη συνθήκη ομαλής ολοκλήρωσης της διαδικασίας. Εξασφάλισε τη διατήρηση του οικονομικού ελέγχου σε συνθήκες εναλλαγής κομμάτων στην εξουσία, την εξάρτηση αυτών των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων από τη στήριξη των οικονομικών κέντρων και τη περιθωριοποίηση των δυνάμεων που επιζητούσαν την αλλαγή. Η κοινωνική κινητικότητα νομιμοποίησε την οικονομική μετάβαση και παρήγαγε ένθερμους υποστηρικτές της. Όπως στο παιδικό παιχνίδι με τις καρέκλες όπου οι παίκτες ανταγωνίζονται για τις διαθέσιμες θέσεις όταν ξαφνικά σταματήσει η μουσική, έτσι και οι καρέκλες της εξουσίας μπορεί να μην είχαν πλέον όνομα ιδιοκτήτη επάνω, αλλά από το άνοιγμα του ανταγωνισμού αυτό που τελικά νομιμοποιήθηκε ιδεολογικά και ηθικά ήταν ο περιορισμός των διαθέσιμων θέσεων και ο ανταγωνισμός γι αυτές.
Στο περιβάλλον όμως της κρίσης που παρήγαγε η χρηματοπιστωτική απορρύθμιση αποκαλύφθηκε εκ νέου η φύση της οικονομικής δομής που παράγει τις κοινωνικές διαφορές και ανισότητες, ο αποκλειστικός και συγκεντρωτικός της χαρακτήρας. Όπως όμως συρρικνώνεται η κοινωνική βάση της οικονομικής τάξης, το ίδιο συμβαίνει και με τη νομιμοποίησή της και δημιουργούνται συνθήκες προβληματικές για την αναπαραγωγή της, για την οποία χρειάζεται τη σύμπραξη της πολιτικής τάξης .
Αυτές είναι οι συνθήκες της οικονομικής και πολιτικής κρίσης που περνάει σήμερα η Ελλάδα. Οι εξαρτώμενες από την οικονομική ολιγαρχία δυνάμεις αποσυντίθενται, ταυτόχρονα όμως συμπυκνώνονται στον πυρήνα τους· αντιμέτωποι με τη προοπτική της πτώσης τους ορισμένοι αποχωρούν και ορισμένοι γίνονται περισσότερο αποφασιστικοί καθώς επωμίζονται μεγαλύτερο βάρος αντι-κοινωνικών και αντι-λαϊκών αποφάσεων, αυξάνοντας τα διακυβεύματα και πολλαπλασιάζοντας τόσο τα ενδεχόμενα κέρδη όσο και τις ζημιές κάθε πιθανής έκβασης, λαμβάνοντας και τα μέτρα τους από θέση ισχύος.
Για τους κυβερνώντες το επικοινωνιακό παράπτωμα, ανάλογο με εκείνο των φιλοπόλεμων δυνάμεων των διεθνών οργανισμών, ήταν ότι άφησαν τη πραγματικότητα των συνεπειών των αποφάσεών τους να διεισδύσει στο ελεγχόμενο μήνυμά τους για το πολιτικά, ιστορικά και ηθικά πρακτέον. Στην επέτειο του “ΌΧΙ” της 28ης Οκτωβρίου 1940 η πολιτική ηγεσία της χώρας απέτυχε να οικειοπηθεί συμβολικά τον εθνικό εορτασμό προς επίρρωση των πολιτικών της επιταγών και σχεδιασμών, “επιτρέποντας” στους πολίτες να διεκδικήσουν αυτή τη γιορτή για τους δικούς τους τωρινούς αγώνες έναντι του τελεσιγράφου που κυβέρνηση και ΜΜΕ καθημερινά τους επιδίδουν. Επέτρεψαν στην πραγματικότητα της οικονομικής εξαθλίωσης, της κοινωνικής υποβάθμισης αλλά και του πολιτικού θάρρους να διεισδύσει στο σκηνικό της διακυβέρνησής τους.
Ειδικά εν όψει των εκλογών, μια επανάληψη των γεγονότων της 28ης Οκτωβρίου 2011, που θα μπορούσε να έχει τη μορφή είτε της “διατάραξης” μιας επίσημης τελετουργίας (είναι χαρακτηριστικό της δημοκρατικής έκπτωσης των υπερασπιστών του μνημονίου ότι η κοινωνική τους παρουσία μπορεί να είναι μόνο “τελετουργική”, δηλαδή στα πλαίσια σαφώς προσδιορισμένων εκδηλώσεων με προκαθορισμένη έκβαση) είτε της αναστολής της δυνατότητας, ακόμη, αυτής της διατάραξης με την απουσία των επισήμων από τις εκδηλώσεις, θα ισοδυναμούμε με πρόωρη ομολογία ήττας και αδυναμία κυβέρνησης της χώρας. Θα έθετε εκ νέου τις κοινωνικές εξελίξεις σε θέση οδηγού των γεγονότων έναντι των κοινοβουλευτικών τακτικισμών, θα έπληττε την προωθούμενη εικόνα της “πράσινης ανασύνταξης” και του “γαλάζιου αγώνα για αυτοδυναμία”, για συσπείρωση με στόχο την κατάκτηση του κράτους.
Αυτές οι εκλογές, παρά τις παραινέσεις και επιταγές των ευρωπαίων εταίρων για πολιτική σταθερότητα και συνέχεια στο κυβερνητικό έργο που φαινομενικά προδίδουν μια αντίρρηση στη διεξαγωγή τους, στη πραγματικότητα γίνονται με τη πλήρη συναίνεσή τους, καθώς αποτελούν, σε αυτή τη χρονική στιγμή, το μοναδικό καταφύγιο των μνημονιακών δυνάμεων που κάθε μέρα που περνά αποδυναμώνονται, τη μοναδική τους δυνατότητα να αναπαραχθούν κοινοβουλευτικά και να παρατείνουν την ομηρία της χώρας διατηρώντας κάποια ψήγματα πολιτικής νομιμοποίησης, με τη βοήθεια έστω εκβιασμών και ενός στρεβλού εκλογικού νόμου. Επίσης παρά τον φαινομενικό ανταγωνισμό μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, στη πραγματικότητα προσεύχεται ο ένας τα ποσοστά του άλλου να είναι όσο το δυνατόν υψηλότερα, διότι σε μια βουλή με ανεστραμμένη κομματική σύνθεση κινδυνεύουν όχι μόνο να στερηθούν της βουλευτικής τους έδρας και των οικονομικών προνομίων της, αλλά να καταστούν πολιτικά άχρηστοι στους ευρωπαίους εταίρους τους και κοινωνικά υπόλογοι. Μετά το νέο κύμα μέτρων που έρχεται κάτι τέτοιο θα καθίστατο πραγματικά αδύνατο.
Γι αυτούς τους λόγους η πολιτική ηγεσία διάλεξε να αποκλείσει μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας από τις εικόνες της εορταστικής παρέλασης κινητοποιώντας πρωτοφανή αριθμό αστυνομικών δυνάμεων και λαμβάνοντας εξαιρετικά μέτρα προστασίας, τουλάχιστον για τα πιο προβεβλημένα μέλη της ή για τις πόλεις εκείνες στις οποίες η ολοκλήρωση της παρέλασης προσδίδει κύρος στη κυβέρνηση. Σκηνοθετώντας όμως την παρουσία της με αυτό τον τρόπο, αφενός απέδειξε ότι φοβάται και τον ελληνικό λαό και ακόμη περισσότερο ίσως τη δύναμη του συμβολισμού της επετείου, αφετέρου διέθεσε εναλλακτικές εικόνες τόσο στα ΜΜΕ όσο και στους πολίτες που θα κληθούν να τη ψηφίσουν.
Την ώρα που ευρωπαίοι εταίροι, διακρατικοί οικονομικοί και πολιτικοί οργανισμοί και τοπικοί εκπρόσωποί τους προσφέρουν ως μέγιστο βαθμό αυτοκαθορισμού του ελληνικού κράτους και του ελληνικού λαού την εσωτερίκευση των εξωτερικών μεροληπτικών τους απαιτήσεων, της εκούσιας και συναινετικής ετερονομίας (αναδεικνύοντας ως καίριο δίδαγμα της εθνικής επετείου την “αυτοθυσία” και τη “πίστη”), διανοίγεται ταυτόχρονα και μια άλλη προοπτική, που με το πέρασμα του πολιτικού χρόνου εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο ως μονόδρομος.
Σ’ αυτό το δρόμο, η ιστορία, ένα ιστορικό γεγονός ή μια σειρά γεγονότων, μια ιστορική “ανάμνηση” ή αφήγηση τόσο βαρύνουσα για την ιδεολογία του ελληνικού κράτους όσο η επανάσταση για το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού μπορεί να εμπνεύσει έναν δημοκρατικά και οικονομικά πληγωμένο λαό και να φοβίσει μια ετερόνομη κυβέρνηση ή κυβερνητικό συνασπισμό.
Ακολουθούν φωτογραφίες από τη φετινή κινητοποίηση στη Θεσσαλονίκη (βίντεο από τη παρέλαση και τη πορεία διαμαρτυρίας μπορούν να βρεθούν και στην ενότητα “Βίντεο” της ιστοσελίδας)