Στις αρχές Μαρτίου είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ και να συνομιλήσω με συναδέλφους που εργάζονται στο Civico Zero. Πρόκειται για ένα κέντρο υποδοχής στην Ρώμη που απευθύνεται σε ασυνόδευτους ανήλικους, στη μεγάλη τους πλειοψηφία αφγανικής καταγωγής. Το κέντρο έχει φορέα διαχείρισης τον ομώνυμο συνεταιρισμό και χρηματοδοτείται από την ΜΚΟ Save the children.
Μεταξύ των πολλών πρωτοβουλιών που έχουν αναπτύξει υπάρχει και μια που αφορά και την Ελλάδα.
Εκδίδουν ένα περιοδικό, το Griot. Τα Griot είναι η μνήμη του λαού και τραγουδούν τις ιστορίες, τραγουδούν τα τραγούδια που αφορούν στον πόλεμο, την παράδοση, το σεβασμό. Στις αφρικανικές γλώσσες χρησιμοποιούνται κι άλλες λέξεις που σημαίνουν Griot: djeli, djali, igiim, είναι αραβικοί όροι. Η λέξη djeli σημαίνει μετάδοση διαμέσου του αίματος και αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι γνώσεις των Griot μεταδίδονται από πατέρα σε γιο. Τα Griot θεωρούνται επίσης ως αποθήκες της ιστορίας και μεγάλοι γνώστες του παρελθόντος. Σε αυτά τα περιοδικά λοιπόν δημοσιεύονται εμπειρίες που εξιστορούν τα ίδια τα παιδιά. Μου έδωσαν μερικά “τεύχη” του περιοδικού.
Είναι εντυπωσιακό ότι οι περισσότερες ιστορίες που οι νεαροί από το Αφγανιστάν αφηγούνται (τα κείμενα δημοσιεύονται στην γλώσσα του αφηγητή ενώ στη διπλανή στήλη υπάρχει η μετάφραση στα ιταλικά) αφορούν στις (αρνητικές) εμπειρίες τους στην Ελλάδα. Ζήτησα την άδεια από τον συντονιστή του κέντρου να μεταφράσω (από τα ιταλικά) και να δημοσιεύσω αποσπάσματα από αυτές τις αφηγήσεις θεωρώντας σκόπιμο να έχουμε γνώση αυτών που διαπραγματεύονται. Κάποιες από αυτές τις ιστορίες είναι ενυπόγραφες και άλλες ανυπόγραφες. Η άδεια μου δόθηκε, με την επισήμανση να αναφέρω την πηγή. Η ευθύνη για την ακρίβεια της μετάφρασης είναι του υπογράφοντος αυτό το σημείωμα.
Αθήνα 1η Απριλίου 2013
Νίκος Γκιωνάκης
Κέντρο Ημέρας Βαβέλ
PatraSSo
…Είναι αδύνατο να αντέξεις, και δεν ξέρω πώς τα κατάφερα εγώ για περισσότερο από ένα χρόνο… Να σε αφήσουν 20 χλμ από την Πάτρα, χωρίς παπούτσια, είναι η μικρότερη ποινή που η αστυνομία μπορεί να σου επιβάλει. Πέρα από τα καθημερινά βασανιστήρια έπρεπε να αντιμετωπίσουμε κι άλλα παρόμοια πράγματα, το πρώτο ήταν να φάμε, επί ώρες μπροστά στους κάδους απορριμμάτων κοντά στα σούπερ μάρκετ με την ελπίδα ότι θα πετάξουν κάτι ή στις υπαίθριες αγορές προσπαθώντας να συλλέξουμε πράγματα που είχαν ξεδιαλέξει, αλλιώς δεν είχαμε τη δύναμη να τα βγάλουμε πέρα για μια ολόκληρη ημέρα στο λιμάνι προσπαθώντας ν” αφήσουμε την Ελλάδα κι όλα αυτά επειδή δεν είχαμε λεφτά και η αστυνομία εμπόδιζε όποιον ήθελε να μας φέρει φαγητό και μάλιστα όταν έκαναν τις επιθέσεις στο εργοστάσιο και οπουδήποτε μαζεύονταν οι Αφγανοί, κατέστρεφαν τα πάντα, κουβέρτες, ρούχα, σκηνές καμένες, το φαγητό πεταμένο χάμω και διώχναν τα παιδιά και οι πιο τυχεροί επέστρεφαν μετά από λίγες ώρες ή ημέρες πρησμένοι από τις κλωτσιές ή οι πιο άτυχοι πήγαιναν στο νοσοκομείο. Θυμάμαι ακόμη ένα αγόρι που συνέλαβαν στο λιμάνι, το μετέφεραν στο φορτηγό της αστυνομίας και τα υπόλοιπα μπορούσαμε μονάχα να τα φανταστούμε, μετά από λίγο σαν να ήταν πτώμα το έσερναν και το παράτησαν στην άκρη του δρόμου και ήρθε το ασθενοφόρο και το πήραν από εκεί.
Μια ημέρα έκανα κουράγιο και με ένα άλλο παιδί μπήκαμε στο λιμάνι, εγώ κρυμμένος κάτω από ένα τιρ περιμένοντας να αναχωρήσει, ήρθε η αστυνομία με τον σκύλο και μου επιτέθηκε σκίζοντάς μου το παντελόνι και εγώ μέσα στον πανικό προσπάθησα να το σκάσω από την άλλη μεριά του τιρ αλλά αμέσως μόλις βγήκα κάποιος με ψέκασε με σπρέι στο πρόσωπο, σαν μια φωτιά και σαν να μην έφτανε αυτό με άρχισαν στα χτυπήματα με τα γκλομπ, ένιωθα να καίει το πρόσωπό μου, προπάντων τα μάτια μου, πέρασαν 8 ώρες πριν μπορέσω να ανοίξω τα μάτια μου και τα παιδιά έλεγαν ότι μια κυρία με είχε δει να μπαίνω κάτω από το φορτηγό και ειδοποίησε την αστυνομία, το άλλο παιδί ακόμη χειρότερα, το έσυραν κάτω από τον φράκτη με το συρματόπλεγμα καθώς προσπαθούσε να ξεφύγει, προκαλώντας του τραύματα στο πρόσωπο και το κεφάλι χτυπώντας τον βίαια, μεταξύ των αστυνομικών βρισκόταν κι ένας που του είχαμε δώσει το όνομα “my friend” επειδή δεν χτυπούσε κι όταν μας έπιανε μόνος μας έλεγε: “όταν με βλέπετε πρέπει να φεύγετε γιατί αλλιώς οι συνάδελφοί μου με κατηγορούν ότι είμαι ήπιος μαζί σας”.
Τα χειρότερα έρχονταν το χειμώνα όταν μαζί με τη βία το κρύο γινόταν ένα ακόμη όπλο στα χέρια της αστυνομίας. Μας υποχρέωναν να στεκόμαστε για τουλάχιστον μισή ώρα στο παγωμένο νερό με όλα μας τα ρούχα ή στο λεωφορείο της αστυνομίας με τον κλιματισμό αναμμένο στο μάξιμουμ.
Μοχαμάντ Αλιζαντέχ, 11/10/2012
Οι πιο άσχημες αναμνήσεις με συνοδεύουν από την Ελλάδα. Υπάρχουν άτομα που για κάποιο λόγο δεν μπορούν να φύγουν από αυτή την καταραμένη χώρα και κάποια στιγμή καταλήγουν στα χέρια λύκων που διψούν για το αίμα τους. Όταν οποιοσδήποτε αισθάνεται ότι κινδυνεύει για οποιοδήποτε λόγο απευθύνεται στην αστυνομία γιατί έτσι καθησυχάζεται, στην Ελλάδα όμως όχι…
…Για κακή μου τύχη στην πρώτη μου προσπάθεια (να φύγω ΣΣ) για Ιταλία με συνέλαβε (η αστυνομία ΣΣ) και τότε είναι που δεν είσαι καθόλου ευτυχής να βλέπεις την αστυνομία, το αντίθετο, προσπαθείς να βρίσκεσαι όσο πιο μακριά της γίνεται για να μην σου επιτεθούν. Μετά τη σύλληψη με μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα και μετά από 3 ημέρες με μετέφεραν μαζί με άλλους 8 Αφγανούς σε μια φυλακή στην Καλαμάτα. Φτάνοντας μας μέτρησαν και έλεγξαν τα στοιχεία της ταυτότητάς μας και μετά μας περιέλαβαν οι άγγελοι της φυλακής δηλ. οι φύλακες με γροθιές και κλωτσιές παντού. Το επόμενο πρωί αφού ξύπνησα προσπάθησα να δω από τα κάγκελα της πόρτας του κελιού μου ποιος ήταν στο διάδρομο, μόλις ακούμπησα τα κάγκελα με έπιασε ένας φύλακας και μαζί του ήταν ένας αλβανός κρατούμενος που έσβησε το τσιγάρο του στο χέρι μπροστά στο φύλακα και μετά με άρχισε στα χαστούκια. Όταν βγήκαμε για τον περίπατο διηγήθηκα όσα συνέβησαν στον υπεύθυνο της βάρδιας αλλά δεν ωφέλησε γιατί ήταν χειρότερος από τους υπόλοιπους φύλακες και άλλοι Αφγανοί μου έλεγαν να προσπαθήσω ν” αντέξω μέχρι να με αφήσουν ελεύθερο. Τρώγαμε δύο φορές την ημέρα αλλά αυτοί μας υποχρέωναν να υπογράφουμε για τρία γεύματα. Στο κελί εκτός από εμένα ήταν άλλα 8 παιδιά από το Αφγανιστάν και μια ημέρα όταν μας έδωσαν το χαρτί που υπογράφαμε για να φάμε μερικά από τα παιδιά κοιμόντουσαν και άλλα συζητούσαν και γι” αυτό ένα από τα παιδιά υπέγραψε και για τους άλλους, ένας αλβανός κρατούμενος που το είδε το είπε στο φύλακα που είχε βάρδια και εκείνος μας πήρε και μας πήγε στην κεντρική αίθουσα και άνοιξε όλα τα κελιά ώστε όλοι οι κρατούμενοι να μπορούν να δουν όσα θα μας έκανε. Μας ανάγκασε να γδυθούμε χτυπώντας μας άγρια, ένα παιδί μετά από μια κλωτσιά που του έδωσε ο φύλακας χτύπησε με βία στον τοίχο και έσπασε το πόδι του. Όλα αυτά συνέβησαν τις τρεις πρώτες ημέρες από τους 2 μήνες που έμεινα στη φυλακή στην Ελλάδα…
… και τώρα φτάνει, κουράστηκα να διηγούμαι αυτή την άσχημη εμπειρία.
Ονομάζομαι Ετσατουλά από το Γιακούρι και αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στην Ιταλία. Προ τριμήνου αναχώρησα για την Ευρώπη και αυτό το διάστημα κατόρθωσα να φτάσω μονάχα μέχρι την Ιταλία, ευχαριστώ τον θεό αλλά έχω άσχημες αναμνήσεις που θα σας διηγηθώ ευθύς αμέσως: από την Πάτρα έφυγα για την Ηγουμενίτσα, εκεί δεν είχα που να κοιμηθώ και υπήρχαν και πολλοί άλλοι αφγανοί που τη νύχτα προσπαθούσαν να αφήσουν την Ελλάδα μέσα ή κάτω από ένα φορτηγό και την ημέρα κρύβονταν στα βουνά. Δεν υπήρχε τίποτε, ούτε για να φάμε ούτε για να πιούμε! Αν κατεβαίναμε η αστυνομία μας συλλάμβανε και μερικές φορές μάλιστα ανέβαιναν (στο βουνό ΣΣ) και πυροβολούσαν στον αέρα. Μια μέρα που δεν βλέπαμε αστυνομικούς κατέβηκα και κρύφτηκα σε ένα φορτηγό, ο οδηγός δεν με αντιλήφθηκε αλλά στο λιμάνι στον έλεγχο με ανακάλυψαν, πέρασα 15 ημέρες στη φυλακή και μετά με απελευθέρωσαν, άλλες τρεις φορές κατέληξα στη φυλακή με αυτόν τον τρόπο. Στη φυλακή μας φέρονταν σαν να ήμασταν δολοφόνοι και κλέφτες, έβριζαν εμάς και το έθνος μας, μας χτυπούσαν, δεν μπορούσαμε να πλύνουμε τα ρούχα μας ούτε να φάμε .
Είναι πραγματικά ντροπιαστικό για την Ελλάδα που την θεωρούν ισότιμη με τα άλλα ευρωπαϊκά έθνη, δεν περίμενα τέτοια συμπεριφορά από το λαό και το ελληνικό κράτος…
Με σεβασμό
Ετσατουλά, 09.2012
Όταν μπήκα στην Ελλάδα με πήγαν σε ένα μέρος κλειστό, που έμοιαζε περισσότερο με φυλακή παρά με κέντρο υποδοχής και μετά από 20 ημέρες αφού ήμουν κάτω από 18 ετών με άφησαν και πήγα στην Αθήνα. Η Αθήνα είναι μια πόλη πάρα πολύ δύσκολη και ιδιαίτερα αν είσαι μετανάστης, έχασα πολύ χρόνο εκεί, δεν έκανα άλλο από το να αναζητώ και να έρχομαι σε επαφή με διακινητές για να φύγω από την Ελλάδα, πλήρωνα 80 ευρώ το μήνα για ένα δωμάτιο με άλλα 7-8 άτομα και για να φάω πήγαινα σε ένα από εκείνα τα λιγοστά δημόσια εστιατόρια όπου έπρεπε να κάνεις μια τεράστια ουρά για να φας και μερικές φορές δεν κατόρθωνες ούτε να φας γιατί συχνά ξέσπαγαν καυγάδες και ερχόταν η αστυνομία και μας έδιωχνε όλους. Πέρασαν 8 μήνες έτσι μέχρι που δεν είχα πια χρήματα για να πληρώνω εκεί που κοιμόμουν, στην Αθήνα δεν υπήρχε δουλειά και πήγαινα να κοιμηθώ σε ένα δημόσιο πάρκο όπου εκτός από εμένα βρίσκονταν πολλές οικογένειες από το Αφγανιστάν με γυναίκες και παιδιά που κοιμόντουσαν σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, εντυπωσιακό! Το να τους βλέπω με έκανε να ξεχνώ τα δικά μου προβλήματα. Κάθε βράδυ ερχόταν πολύς κόσμος από διάφορες οργανώσεις και τηλεοράσεις, μας ‘παίρναν συνεντεύξεις και βιντεοσκοπούσαν τα πάντα και έφευγαν χωρίς να τους ξαναδούμε πια ούτε μπορούσαν να μας βοηθήσουν. Μετά από 45 ημέρες σε εκείνο το πάρκο με φώναξε ένας φίλος και μου είπε ότι υπήρχε μια ευκαιρία για δουλειά και έτσι έφτασα σε ένα νησί που το λένε Κέρκυρα. Στην αρχή δούλευα στο μάζεμα των πορτοκαλιών, 15 ευρώ για 9 ώρες δουλειάς αλλά όταν τέλειωσε η περίοδος ο τύπος μας πρότεινε να δουλέψουμε στο δάσος να κόβουμε τα δέντρα αλλά όχι πια με τα ίδια ωράρια, δουλεύαμε από τις 7 το πρωί έως τις 6 το βράδυ πάντα για 15 ευρώ την ημέρα και μόνο 2-3 ημέρες την εβδομάδα. Δεν άντεχα πια, το πιο δύσκολο ήταν το πρωινό ξύπνημα, ήμουν γεμάτος κοψίματα και πονούσε όλο μου το κορμί, χτυπούσαμε γιατί ήταν βαριά δουλειά και δεν είχαμε καν γάντια. Η σκέψη που συχνά μου ερχόταν στο μυαλό ήταν να επιστρέψω στο Αφγανιστάν. Πέρασαν έτσι 4 μήνες και μετά πήγα στην Πάτρα με την ελπίδα να μπορέσω να φύγω από την Ελλάδα αλλά δεν τα κατάφερα, μετά από μερικούς μήνες επέστρεψα στην Κέρκυρα και μετά και πάλι στην Αθήνα απ΄ όπου αποφάσισα να πάω πάλι στην Πάτρα. Κι εκεί χειρότερα από την Αθήνα, όταν ήταν η ώρα ν” αναχωρήσουν τα πλοία ήμασταν εκεί γύρω προκαλώντας την τύχη μας και τις υπόλοιπες ώρες κρυβόμασταν στα δάση για να ξεφύγουμε από την αστυνομία και τους φασίστες. Έχουν περάσει περισσότερα από δυο χρόνια απ” όταν άφησα το σπίτι μου και μου λείπει πολύ η οικογένειά μου.
Ρώμη, 09.2012
Ονομάζομαι Μοχαμέντ Μααντί και κατάγομαι από το Γιακούρι του Αφγανιστάν. Έχω μια άσχημη ανάμνηση κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής μου στην Ελλάδα. Μια βραδιά στην Αθήνα με μερικούς φίλους επιστρέφαμε στο σπίτι μας και κάποια στιγμή αντιληφθήκαμε ότι μας ακολουθούσε μια ομάδα ατόμων, ήταν οι φασίστες! Οι φίλοι μου μπόρεσαν και ξέφυγαν χωρίς να τους χτυπήσουν, εγώ όμως όχι!
Κρατούσαν μπαστούνια και χτυπούσαν χωρίς να κοιτάνε, από το στόμα μου έτρεχε αίμα και ακόμη και στο κεφάλι έφαγα κλωτσιά, δεν ξέρω πώς αλλά στο τέλος κατάφερα να ξεφύγω. Στο νοσοκομείο βρίσκονταν πολλοί αστυνομικοί αλλά δεν με ρώτησαν καν τι είχε συμβεί γιατί ήταν φανερό πως το ήξεραν…
04/04/2012
Στο όνομα του Θεού
… Διασχίσαμε νύχτα το ποτάμι με ένα φουσκωτό. Έκανε κρύο και έβρεχε. Περπατήσαμε όλη τη νύχτα κάτω απ’ τη βροχή και φτάσαμε σε μια συνοριακή πόλη, την Αλεξανδρούπολη. Όταν φάνηκε το πρώτο φως της ημέρας συναντήσαμε δυο ανθρώπους και τους ζητήσαμε να καλέσουν την αστυνομία για να μας οδηγήσουν στο κέντρο. Την επόμενη ημέρα η αστυνομία μας έδωσε έγγραφο απέλασης και μας έστειλε στην Αθήνα όπου συνάντησα παιδιά από την πόλη μου. Ήθελα να φθάσω στην Ιταλία … όμως με κορόιδεψαν και πήραν τα 3.000 ευρώ που είχα γι’ αυτό και εξαφανίστηκαν… πήγα στην Πάτρα όπου έμενα στο εργοστάσιο σε συνθήκες πολύ δύσκολες. Η αστυνομία ερχόταν κάθε μέρα, έπαιρνε τα παιδιά και τα ξανάστελνε στην Αθήνα… μετά από εφτά μήνες χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε άλλη μια καταστροφή δηλαδή σκότωσαν έναν έλληνα και μετά απ’ αυτό ένα βράδυ ήρθε η αστυνομία και μας ζήτησε να εγκαταλείψουμε το εργοστάσιο. Μας είχαν περικυκλώσει οι φασίστες και ήθελαν να εισβάλουν όμως η αστυνομία είχε έρθει να εγγυηθεί την ασφάλειά μας… Εγώ με μερικά ακόμη παιδιά δεν βγήκαμε από το εργοστάσιο. Αφού ο περισσότερος κόσμος έφυγε μπήκε μέσα η αστυνομία για να μας συλλάβει, χρησιμοποιούσε δακρυγόνα. Μερικοί από εμάς παραδόθηκαν, εγώ όμως μαζί με άλλους πήγαμε στο λόφο και μείναμε εκεί για μερικές ημέρες. Πέρασαν κάποιες ημέρες και κατεβήκαμε στο φανάρι και καθώς προσπαθούσαμε να ανέβουμε σε μια νταλίκα γύρω στους 30 φασίστες μας περικύκλωσαν, εγώ με άλλα τρία παιδιά κατορθώσαμε να το σκάσουμε όμως τα υπόλοιπα παιδιά έμεινα εκεί περικυκλωμένα. Όταν έφτασε η αστυνομία τους πήρε από εκεί και το βράδυ τους ξαναάφησε. Μετά από ένα μήνα η κατάσταση ηρέμησε, εμείς κάθε μέρα πηγαίναμε στο φανάρι…
Σαγιέντ Μουσταφά Χοσάινι, 2012
Κατάγομαι από την επαρχία του Γκάζνι και είμαι ο κύριος Χ.
Υπέφερα καθ’ όλη την περίοδο που έζησα στην Ελλάδα, από την πρώτη ημέρα της άφιξής μου, τις νύχτες έκανε κρύο χωρίς να υπάρχει ένα μέρος να κοιμηθώ, η πείνα, να κοιμάσαι έξω στη βροχή και ο φόβος.
Μια νύχτα στην Πάτρα καθώς κοιμόμουν ένας αστυνομικός με ξύπνησε με κλωτσιές και περνώντας μου χειροπέδες με πήρε από εκεί. Η αστυνομία όταν σταματούσε τα παιδιά στην Πάτρα τα έφερνε στην Αθήνα και τα άφηνε στο δρόμο, εμένα με πήραν και με άφησαν στην εξοχή κοντά στην Αθήνα, για να φτάσω στην πόλη χρειάστηκε να περπατήσω τουλάχιστον δύο ώρες, γιατί πολλά παιδιά όπως εγώ δεν είχαμε καθόλου χρήματα, υπήρχαν παιδιά που είχαν κάνει τέσσερις και πέντε ημέρες περπάτημα για να επιστρέψουν στην Πάτρα.
Τα παιδιά τα μαχαιρώνουν φασίστες αστυνομικοί στην Πάτρα, είδα με τα μάτια μου δυο παιδιά να μαχαιρώνονται από αστυνομικούς και να μεταφέρονται στο νοσοκομείο. Ενώ ετοιμάζαμε το τσάι ή μαγειρεύαμε, έρχονταν οι αστυνομικοί και ποδοπατούσαν τα πράγματά μας, εμένα πολλές φορές μου συνέβη αυτό. Θα ήθελα να πω ότι η ζωή ήταν δύσκολη και προβληματική. Από τη μια μεριά ήταν οι φασίστες, από την άλλη η αστυνομία και οι αστυνομικοί με πολιτικά οι οποίοι μας είχαν φτάσει στο σημείο να μας είναι αδύνατο να τριγυρνάμε στην Πάτρα. Όταν οι φασίστες συναντούν τα παιδιά τα μαχαιρώνουν ενώ όταν τα συναντά η αστυνομία τα χτυπά με τα γκλομπ.
Εμένα με χτύπησαν άσχημα πολλές φορές οι αστυνομικοί, έχω στο κεφάλι τουλάχιστον οκτώ χτυπήματα από γκλομπ, πολλές φορές στο κρύο του χειμώνα με κράτησαν μέσα στο νερό. Αφού μας χτυπούσαν και μας κρατούσαν στο νερό μας άφηναν να φύγουμε. Εγώ για να στεγνώσω πήγαινα από δω κι από κει μαζεύοντας ξύλα. Περίμενα αρκετά μέχρι να στεγνώσουν τα ρούχα μου γιατί έκανε πολύ κρύο. Χειμωνιάτικα με είχαν πετάξει τρεις φορές στο νερό. Όποιος είχε κινητό τηλέφωνο, του το έπαιρναν το πέταγαν κάτω και το έσπαγαν ποδοπατώντας το. Τα παιδιά που προσπαθούσαν να κρυφτούν κάτω από τις νταλίκες, στο λιμάνι τα δάγκωναν τα σκυλιά της αστυνομίας. Πολλά παιδιά τραυματίστηκαν από σκύλους. Εγώ τη χρονιά που ήμουν στην Πάτρα βίωσα πολλές δυσκολίες. Όσοι βρίσκονται ακόμη εκεί έχουν μια και μόνη επιθυμία να απελευθερωθούν από την Ελλάδα και τη δύσκολή κατάστασή τους.
Κύριος Χ, Civico Zero, 2012