Η πίεση των γερμανικών αρχών στις ελβετικές τραπεζικές επιχειρήσεις για άνοιγμα των λογαριασμών πλούσιων Γερμανών πελατών, που φοροδιαφεύγουν καταθέτοντας σ’ αυτές δισεκατομμύρια αδήλωτων κερδών, και η άσκηση δίωξης εκ μέρους των Ελβετικών αρχών σε βάρος Γερμανών εφοριακών για βιομηχανική κατασκοπεία έχει προκαλέσει ένταση στις διμερείς σχέσεις και θέτει εν αμφιβόλω την επικύρωση από τα κοινοβούλια των δύο χωρών της συμφωνίας που είχε επιτευχθεί για τη φορολόγηση των τραπεζικών καταθέσεων.
Σύμφωνα με τους όρους του άνωθεν συμβιβασμού, οι ελβετικές τράπεζες, που συνιστούν τον κορμό της ελβετικής οικονομίας, θα πρέπει φορολογήσουν τις γερμανικές τραπεζικές καταθέσεις και να επιβάλουν πρόστιμο στη περίπτωση αδήλωτων κερδών, χωρίς να χρειαστεί, ωστόσο, να αποκαλύψουν τα στοιχεία ιδιοκτησίας των λογαριασμών, προφυλάσσοντας, με τον τρόπο αυτό, την ανωνυμία των πελατών τους. Σύμφωνα με γερμανικές εκτιμήσεις, η αξία αυτών των καταθέσεων υπολογίζεται στα 150 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα.
Οι κυβερνήσεις των δύο χωρών έχουν συμφωνήσει σ’ αυτή τη ρύθμιση που θα πρέπει, όμως, να επικυρωθεί και κοινοβουλευτικά. Σ’ αυτή τη διαδικασία ενδέχεται να τεθούν εμπόδια από τοπικά κρατίδια της Γερμανίας που αντιδρούν στη δίωξη Γερμανών εφοριακών που ανακοίνωσε η Ελβετία στις 31 Μαρτίου 2012, επιθυμώντας ενδεχομένως και περισσότερες παραχωρήσεις, ενώ και Ελβετοί βουλευτές φαίνεται να απογοητεύονται από την επιθετική πολιτική των Γερμανών συναδέλφων τους, επιζητώντας μεγαλύτερη αποφασιστικότητα από τη Γερμανική κυβέρνηση στη τήρηση των όρων και σκληρότερη στάση από την Ελβετία.
Το ένταλμα σύλληψης αφορά τρεις Γερμανούς εφοριακούς από το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, που φέρονται να δωροδόκησαν υπάλληλο της Credit Suisse στη Γερμανία για να προμηθευτούν στοιχεία τραπεζικών λογαριασμών Γερμανών καταθετών. Το 2010 αρκετά Γερμανικά κρατίδια δήλωσαν πως είχαν αγοράσει ελβετικά τραπεζικά δεδομένα με έγκριση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, παρόλο που η αγοραπωλησία ήταν παράνομη. Αυτή η κίνηση, ωστόσο, ώθησε πολλούς Γερμανούς καταθέτες να σπεύσουν να δηλώσουν τις καταθέσεις τους, ώστε να αποφύγουν τις ποινές φυλάκισης. Τις ενέργειες των εφοριακών υπερασπίστηκαν τις ενέργειες των εφοριακών υπαλλήλων που στόχευαν στην αποκάλυψη των φοροφυγάδων που έκρυβαν αδήλωτα κέρδη σε ελβετικά τραπεζικά ιδρύματα.
Από τη πλευρά της η Ελβετία θέλει να προστατέψει το τραπεζικό της σύστημα, που στηρίζει δυναμικά την οικονομία της χώρας, και να αποτρέψει τη φυγή λογαριασμών σε ανταγωνιστικές τράπεζες, καθώς και να αποφύγει τη πρόσθετη επιβολή προστίμων – στα πλαίσια διακανονισμών – επί των τραπεζικών της ιδρυμάτων. Η Credit Suisse υποχρεώθηκε στην καταβολή 150 εκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να ανασταλεί η έρευνα σε βάρος υπαλλήλων της για συνέργεια στη φοροδιαφυγή Γερμανών πολιτών.
Η Ελβετία εμπλέκεται ακόμη σε μια μακροχόνια διαμάχη με τις ΗΠΑ που διεξάγουν έρευνες σε βάρος 11 ελβετικών τραπεζών με την ίδια κατηγορία της συνέργειας σε φοροδιαφυγή. Οι τράπεζες αναμένεται να πληρώσουν βαριά πρόστιμα και να επιδόσουν καταλόγους με τα στοιχεία χιλιάδων Αμερικανών πελατών τους για να ανασταλεί η έρευνα, αν και δεν αναμένεται περαιτέρω φυγή κεφαλαίων, αφού οι περισσότεροι λογαριασμοί από τις ΗΠΑ φέρονται να έχουν κλείσει απ’ όταν η UBS υποχρεώθηκε να καταβάλει 780 εκατομμύρια δολάρια για τη διευθέτηση ποινικών κατηγοριών το 2009.