Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Οι ‘Σουηδοί της Βαρσοβίας’. Μια ιστορία πολέμου και καπιταλισμού

Η σχέση μεταξύ της σύλληψης εφτά Σουηδών επιχειρηματιών το 1942 από τη Γκεστάπο στη Πολωνία, του οικονομικού μονοπωλίου σουηδικών εταιρειών στην Ευρώπη και της σκιερής συνεργασίας Σουηδίας – Γερμανίας τη περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.

Η συνεργασία μεταξύ Σουηδίας και Ναζιστικής Γερμανίας δεν έχει τύχει μεγάλης προσοχής στο παρελθόν ούτε είναι ευρύτερα γνωστή, καθώς όμως διερευνώνται και εξετάζονται συστηματικά τα αρχεία της περιόδου, νέες λεπτομέρειες έρχονται να ρίξουν φως ή να φωτίσουν από άλλη προοπτική τα γεγονότα αυτής της ιστορίας του β’ παγκοσμίου πολέμου.

Σύμφωνα με νέες έρευνες, τρεις είναι οι καθοριστικές παράμετροι τετελεσμένων γεγονότων και των δυναμικών εξελίξεων της ιστορίας που απαιτούνται για την κατανόηση και εξήγησή της.

Η πρώτη αφορά ένα περιστατικό: τη σύλληψη εφτά Σουηδών επιχειρηματιών στη Πολωνία το 1942 από τις δυνάμεις ασφαλείας της Ναζιστικής Γερμανίας. Η τελευταία είχε εισβάλει και καταλάβει το 1939 τη Πολωνία και οι Σουηδοί εκπρόσωποι των εταιρειών Swedish Match (STAB), LM Ericsson και ASEA προσχώρησαν στη πολωνική αντίσταση, χρησιμεύοντας ως σύνδεσμοι με την εξόριστη πολωνική ηγεσία στη Βρετανία. Οι εφτά άνδρες οδηγήθηκαν σε δίκη τον Ιούλιο του 1943 από την οποία 4 καταδικάστηκαν σε θάνατο, 1 σε ισόβια κάθειρξη και δύο κρίθηκαν αθώοι αλλά παρέμειναν κρατούμενοι. Στα τέλη του 1943 οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ισόβιες και μέχρι τα τέλη του 1944 οι φυλακισμένοι είχαν απελευθερωθεί στο σύνολό τους.

Η δεύτερη παράμετρος αφορά την ολοένα και πιο φανερά δυσμενή εξέλιξη του πολέμου για τις δυνάμεις του Άξονα, που οδήγησε πολλούς κορυφαίους Γερμανούς αξιωματούχους στην αναζήτηση μιας κατά το δυνατόν ευνοϊκότερης ειρηνευτικής συνθήκης με τους Συμμάχους. Τέτοια ήταν η περίπτωση με τον αρχηγό των SS Χάϊνριχ Χίμλερ (Heinrich Himmler), ο οποίος θεωρείται πως χρησιμοποίησε τη σύλληψη των Σουδών επιχειρηματιών για να αποσπάσει τη συνεργασία της Σουηδίας στην διευκόλυνση των επαφών με εκπροσώπους των Συμμάχων για διαπραγμάτευση μιας ξεχωριστής συμφωνίας ειρήνης με τη Γερμανία αλλά και για τη τροφοδότηση της τελευταίας με κρίσιμα πολεμικά εφόδια.

Η σύλληψη και η κράτηση όμως Σουηδών πολιτών δεν θα ήταν από μόνη της επαρκώς αποδοτικός μοχλός άσκησης πίεσης προς τη σουηδική κυβέρνηση αν δεν υπήρχαν τα κορυφαία οικονομικά συμφέροντα των σουηδικών επιχειρήσεων στην (κατεχόμενη) Ευρώπη. Συγκεκριμένα, ο ιδρυτής της Swedish Match (STAB) Ivar Kreuger, είχε μεσολαβήσει για τη χορήγηση τεράστιων δανείων στη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Πολωνία, την Ουγγαρία, τα Βαλτικά Κράτη, αλλά και τη Γερμανία τις δεκαετίες του 1920′ και 1930′ με αντάλλαγμα το αποκλειστικό δικαίωμα παραγωγής και πώλησης σπίρτων στις χώρες αυτές για πολλές δεκαετίες. Αυτές οι συμφωνίες δεν είχαν διαταραχθεί από την εισβολή και κατάληψη των χωρών από τους Γερμανούς Ναζί.

Το οικονομικό διακύβευμα και ο κίνδυνος για τις σουηδικές επιχειρήσεις συνολικά που δραστηριοποιούνταν στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και για τα τραπεζικά συγκροτήματα που τις στήριζαν ή στα οποία αυτές ανήκαν, ήταν τεράστιος, σε περίπτωση που η Γερμανία αποφάσιζε να λάβει ποινικά μέτρα εναντίον τους, εθνικοποιώντας και επιτάσσοντας τους πόρους τους ή μεταβάλλοντας τους όρους των συμφωνιών.

Ενδεικτικό της διαπλοκής των συμφερόντων αποτελεί το γεγονός πως στα πλαίσια της δίκης της Νυρεμβέργης το 1948, ο αρχηγός των υπηρεσιών πληροφοριών της Ναζιστικής Γερμανίας, Watler Schollenberg, είχε δηλώσει ως συστατική επαφή του τον διευθυντή του ομίλου SFK στο Γκέτενμποργκ, Herald Hamberg. Ο Hamberg ήταν αυτός που τον Σεπτέμβριο του 1944 είχε δώσει εντολή να παραδοθεί ολόκληρο το απόθεμα που διατηρούσε ο όμιλος SFK στο σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου στις γερμανικές αρχές. Αυτό παρά τις συστηματικές πιέσεις από πλευράς ΗΠΑ και Βρετανίας για την άμεση παύση της παράδοσης καίριων πολεμικών υλικών στη Γερμανία, που συνεχίστηκε κανονικά μέχρι τον Οκτώβριο του 1944.

Οι όροι των δανείων των σουδηικών τραπεζών και των μονοπωλίων των σουηδικών επιχειρήσεων τηρήθηκαν από τη Γερμανία και μετά το τέλος του πολέμου, με τη τελευταία δόση να εξοφλείται μόλις το 1983, από το 1930 που είχε υπογραφεί.