Αντικείμενο του άρθρου αυτού αποτελεί το ζήτημα της αναγωγής της κουκουλοφορίας σε ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα και αφορμή για τη συγγραφή του υπήρξε η επιστολή που έστειλε το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΙΜΔΑ) στους αρχηγούς όλων των πολιτικών κομμάτωνπρος στήριξη σχετικής πρότασης του αναπληρωτή υπουργού Εσωτερικών Χ. Αθανασίου, κι η οποία δημοσιεύτηκε στο τεύχος 154 του περιοδικού Επίκαιρα (σελ. 86-87).
Οι συντάκτες της επιστολής* προτείνουν τη θέσπιση του νέου ποινικού αδικήματος της «κουκουλοφορίας» στις δημόσιες εκδηλώσεις προκειμένου, όπως επισημαίνουν, να προστατευθούν τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών στη δημόσια συνάθροιση και έκφραση των αιτημάτων τους για κοινωνικοπολιτικά θέματα και να διαφυλαχθεί η δημόσια τάξη.
Υπογραμμίζουν δε ότι στο καθήκον της Πολιτείας για αποτελεσματική προστασία των συνταγματικών διατάξεων από πρακτικές που τις προσβάλλουν περιλαμβάνεται όχι μόνο η τιμωρία των αδικημάτων αυτών αλλά και η πρόληψή τους:
«Τόσο η διάταξη του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ (περί του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια) όσο και η σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ (π.χ. απόφαση Plattform «ArztefurdasLeben», 21/6/1988, Σειρά Α, αρ. 139 παρ. 32) σαφώς επιβάλλουν στην Πολιτεία την υποχρέωση όχι απλώς να τιμωρεί αυτούς που διαταράσσουν τη δημόσια τάξη, αλλά και να ματαιώνει αποτελεσματικά και, μάλιστα, προληπτικά κάθε προσβολή που εμποδίζει την ουσιαστική προστασία των διατάξεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών από αυτού του είδους τις πράξεις»
Στη συνέχεια επεξηγούν τον τρόπο λειτουργίας του ιδιωνύμου της κουκουλοφορίας:
«Η θέσπιση του ιδιώνυμου αδικήματος, που εξασφαλίζει την πραγματοποίηση αυτών των αρχών, στηρίζει το δημοκρατικό πολίτευμα.
Οι διατάξεις για το ιδιώνυμο αδίκημα προβλέπουν την προσαγωγή του «κουκουλοφόρου» κατευθείαν στο αυτόφωρο, πριν υπάρξει κάποια βιαιοπραγία. Είχαν δηλαδή προληπτικό χαρακτήρα και οι προβλεπόμενες ποινές ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, πάντως είναι ελαφρές. Η δε απόδειξη του εγκλήματος είναι απλούστατη, διότι δεν συνίσταται παρά στην άμεση σύλληψη και προσαγωγή του «κουκουλοφορούντος» δράστη στο αυτόφωρο.»
Στο καταληκτικό σκέλος της επιστολής τους οι συντάκτες απορρίπτουν την αποτελεσματικότητα της χρήσης της «κουκουλοφορίας» ως επιβαρυντικού στοιχείου αναδεικνύοντας τη χρησιμότητα του ιδιωνύμου στην αντιμετώπιση των προσβλητικών προς το νόμο πράξεων από τις οποίες «το δημοκρατικό πολίτευμα τραυματίζεται»:
«Τονίζουμε ότι όλες αυτές οι διατάξεις για τη χρησιμοποίηση της «κουκουλοφορίας» ως επιβαρυντικής περίστασης δεν μπορούν να εφαρμοσθούν παρά μόνο αν συνδέονται με τη διάπραξη του κύριου εγκλήματος. Με άλλα λόγια, ουδεμία πρόληψη μπορεί να υπάρξει όλων των καταστροφών, δολοφονιών κ.λπ. από τους κουκουλοφόρους δράστες» (έμφαση του πρωτότυπου κειμένου)
Αυτή η πρόταση της συντακτικής ομάδας μπορεί να κριθεί στη βάση τόσο «αγαθών προθέσεων» όσο και μιας «πολιτικής σκοπιμότητας» που λανθάνει σε διάφορα σημεία της επιστολής.
Ξεκινώντας, λοιπόν, από την υπόθεση των αγαθών προθέσεων εκ μέρους των συντακτών και ακολουθώντας την τακτική του «πρᾳότερόν πως καὶ διαλεκτικώτερον ἀποκρίνεσθαι» μπορεί να ειπωθεί πως η πρόταση πάσχει από την αφαιρετική τροπικότητα της θεωρητικής νομικής σκέψης, δηλαδή εισάγει διακρίσεις και ορισμούς που μπορεί ίσως να είναι συνεπείς σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά σε πρακτικό επίπεδο δύσκολα θα μπορούσαν να τηρηθούν και να αποτελέσουν ασφαλή οδηγό τόσο για την Αστυνομία που θα κληθεί να τις εφαρμόσει, όσο και για τη Δικαιοσύνη που θα κληθεί να κρίνει την αντιστοίχιση πράξεων και διατάξεων.
Τα προβλήματα εφαρμογής μιας τέτοιας διάταξης μπορούν να ταξινομηθούν, για λόγους συντομίας, σε τέσσερις κύριες κατηγορίες:
1) Στις πλείστες των περιπτώσεων το αδίκημα της κουκουλοφορίας συμπίπτει χρονικά με τα αδικήματα των βιαιοπραγιών (τα οποία οι συντάκτες της επιστολής χαρακτηρίζουν ως «το κύριο έγκλημα»)
Όποιος έχει βρεθεί σε οποιαδήποτε από τις μαζικές διαδηλώσεις και πορείες που έλαβαν χώρα τα τελευταία δυόμιση χρόνια, από τη ψήφιση του πρώτου μνημονίου στη βουλή μέχρι σήμερα, θα έχει παρατηρήσει πως οι περισσότεροι από εκείνους που διαπράττουν βιαιοπραγίες δεν αποκρύπτουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους πολύ πριν προβούν σε αξιόποινες πράξεις, αλλά λίγο πριν / την ώρα που τις τελούν (ενίοτε και εκ των υστέρων) ακριβώς για να τραβήξουν την ελάχιστη δυνατή προσοχή επάνω τους και να μπορούν να ενσωματωθούν πιο εύκολα στον κύριο όγκο των διαδηλωτών.
Αυτό συμβαίνει στις πλείστες των περιπτώσεων επί του παρόντος και πολύ περισσότερο θα συμβαίνει αφού τυχόν ψηφιστεί μια διάταξη που θα καθιστά την ίδια την κουκουλοφορία, δηλαδή την απόκρυψη των χαρακτηριστικών του προσώπου του δράστη, διακριτό αδίκημα. Όσοι έχουν πρόθεση να βιαιοπραγήσουν θα φροντίζουν συνειδητά να μην αποκρύπτουν το πρόσωπό τους παρά μόνο λίγο πριν έρθουν σε αντιπαράθεση με τις αστυνομικές δυνάμεις ή πλησιάσουν κοντά σε συγκεντρωμένα ΜΜΕ που καταγράφουν τις εξελίξεις.
Αυτό στη περίπτωση που προσεγγίζουν τον όγκο των διαδηλωτών ως διακριτό «μπλοκ», κάτι που δεν συμβαίνει πάντα· άλλοτε εμφανίζονται ως μεμονωμένο μπλοκ κι άλλοτε ως μικρές ομάδες προσώπων που εντάσσονται ή ακολουθούν τον κύριο όγκο των διαδηλωτών και συνασπίζονται σε ομάδα όταν είναι έτοιμοι να δράσουν.
Σίγουρα εφαρμόζουν τακτικές διακριτικής προσέγγισης τώρα, και πολύ περισσότερο θα το πράττουν αν ψηφιστεί τέτοιος νόμος. Δεν έχουν κανένα λόγο να «διαφημίζουν» τις προθέσεις τους φορώντας κουκούλα και προχωρώντας ως χωριστή ομάδα.
Συνεπώς η εισαγωγή της διάταξης που ιδιωνύμου της κουκουλοφορίας δεν δύναται να συμβάλει στην πρόληψη της τέλεσης των αδικημάτων, που είναι και ο δηλωμένος της στόχος, καθώς το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της τέλεσης του αδικήματος της κουκουλοφορίας και εκείνου της βιαιοπραγίας είναι πολύ μικρό (αν δεν ακολουθεί μάλιστα και κάποιες φορές η κουκουλοφορία τις βαιοπραγίες) και οπωσδήποτε δεν εξασφαλίζει η διάταξη τη δυνατότητα της αστυνομίας να παρέμβει και εγκαίρως και αποτελεσματικά, ώστε να προλάβει τη τέλεση αδικημάτων.
Ο νομικός αφαιρετικός θεωρητισμός έγκειται εν προκειμένω στο η νομική διαίρεση μεταξύ του χρόνου τέλεσης της κουκουλοφορίας και του χρόνου τέλεσης βιαιοπραγιών δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα των περιστάσεων σε διάστημα ικανό για την πρόληψη αδικημάτων εκ μέρους της αστυνομίας.
2) Ο ορισμός του ιδιωνύμου της κουκουλοφορίας αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο πολλών λανθασμένων εφαρμογών του.
Το ιδιώνυμο αδίκημα της «κουκουλοφορίας» συνίσταται στην απόκρυψη των χαρακτηριστικών του προσώπου ώστε ο «δράστης» να καθίσταται μη-αναγνωρίσιμος από τις αστυνομικές αρχές, αυτόνομα από την τέλεση οποιασδήποτε άλλης πράξης που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ποινικό αδίκημα.
Αν και ο νομικός ορισμός της «κουκουλοφορίας» μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται επαρκής, ο νομικός όρος της «κουκούλας» αντιθέτως δεν αντιστοιχεί κατ’ανάγκην σε κάποιο διακριτό ξεχωριστό ένδυμα το οποίο φορούν οι βιαιοπραγούντες «κουκουλοφορούντες» ή, αναδιατυπώνοντας, η κουκουλοφορία δεν διαπράττεται και ακολούθως δεν διαπιστώνεται με έναν συγκεκριμένο και σαφή τρόπο.
Η «κουκουλοφορία» αναφέρεται τελικά στο αποτέλεσμα της χρήσης ορισμένων ενδυμάτων, που είναι η απόκρυψη/αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου.
Ελλείψει, όμως, σαφώς καθορισμένου τρόπου με τον οποίο θα γίνεται αυτό, δηλαδή η απόκρυψη του προσώπου, η διαπίστωση του αδικήματος επαφίεται σε μεγάλο βαθμό στην υποκειμενική κρίση και εκτίμηση των εκάστοτε αστυνομικών διοικητών και επιμέρους αστυνομικών.
Η χρήση ενός σκουφιού – που αποκρύπτει το χρώμα και το μήκος των μαλλιών – μαζί με τη χρήση ενός σακακιού με υψηλό γιακά – που αποκρύπτει το σχήμα των χειλιών και το σχήμα, καθώς και –ενδεχομένως- του τριχωτού του σαγονιού – θα μπορούσε να θεωρηθεί «κουκουλοφορία». Παρομοίως η χρήση γυαλιών ηλίου – που αποκρύπτουν το σχήμα και το χρώμα των οφθαλμών – μαζί με τη χρήση ενός καπέλου ή μαντηλιού – που αποκρύπτει το χρώμα και το μήκος της κώμης – θα μπορούσε εξίσου να θεωρηθεί τεκμήριο «κουκουλοφορίας».
Σε αυτές τις περιπτώσεις, πώς θα μπορούσε η Αστυνομία να κρίνει ασφαλώς τη διάπραξη του αυτόνομου αδικήματος κουκουλοφορίας; Θα απαγόρευε τη χρήση σκούφων και σακακιών με υψηλό γιακά το χειμώνα ή θα απαγόρευε τη χρήση καπέλου και γυαλιών ηλίου το καλοκαίρι;
Ας υποτεθεί, όμως, χάριν επιχειρήματος, πως είτε η αστυνομία διαπιστώνει ασφαλώς τη διάπραξη κουκουλοφορίας είτε ύστερα από τη τέλεση βιαιοπραγιών, παρεμβαίνει δικαιολογημένα για την σύλληψη των δραστών.
Σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων και ασφυξιογόνων, που ασφαλώς δεν επηρεάζει μόνο τους ασφαλώς διαπιστωμένους κουκουλοφορούντες και βιαιοπραγούντες, αλλά και όλους εκείνους τους πολίτες που ασκούν τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματά τους, τα οποία η Αστυνομία έχει καθήκον να προστατεύσει και -υποτίθεται- επικουρείται σε αυτό το έργο της από την διάταξη του ιδιωνύμου της κουκουλοφορίας.
Ασφαλώς το καθήκον σύλληψης των βιαιοπραγούντων δεν συνεπάγεται με κανέναν τρόπο την εκχώρηση του δικαιώματος της δημόσιας συνάθροισης των πολιτών και δεν στοιχειοθετεί καμία αναγκαιότητα απομάκρυνσης του συνόλου του πλήθους για τη σκοπιμότητα της σύλληψης μιας μειοψηφίας βιαιοπραγούντων, από τους οποίους η Αστυνομία οφείλει να προστατέψει τους διαδηλωτές, ώστε να μην παραβιαστεί το δικαίωμά τους να διαδηλώνουν.
Από τη στιγμή που θα αρχίσει όμως η δίωξη των κουκουλοφορούντων και των βιαιοπραγούντων, πώς μπορεί η αστυνομία να διακρίνει ασφαλώς μεταξύ:
- ενός ατόμου που π.χ. σήκωσε το κασκόλ/μαντήλι που είχε στο λαιμό του προκειμένου να αποκρύψει την ταυτότητά του από τις αστυνομικές αρχές, και
- ενός ατόμου που, ομοίως, σήκωσε το κασκόλ/μαντήλι που είχε στο λαιμό του προκειμένου να περιορίσει τις συνέπειες των δακρυγόνων/ασφυξιογόνων (ή ενδεχομένως και των καπνών από φωτιά που είχαν βάλει οι βιαιοπραγούντες) στον οργανισμό του;
Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα της πράξης της ανασήκωσης του κασκόλ/μαντηλιού ώστε να καλυφθεί η μύτη και το στόμα του ατόμου – ενδεχομένως παράλληλα και με τη χρήση γυαλιών ηλίου ή ενδύματος που συμβάλλει στη μερική απόκρυψη του προσώπου – είναι το ίδιο: αποκρύπτεται ικανό μέρος του προσώπου του ατόμου, γεγονός που δυσχεραίνει την αναγνώρισή του από την αστυνομία.
Επίσης, και στις δύο περιπτώσεις η πράξη αυτή, η κάλυψη μέρους του προσώπου με κασκόλ/μαντήλι, είναι σκόπιμη.
Παρόλαυτά, η πρόθεση στις δύο περιπτώσεις είναι διαφορετική.
(Ίσως για την αποφυγή μέρους των περιπτώσεων λανθασμένης εφαρμογής του νόμου, αντί της αντιδημοκρατικής απαγόρευσης συγκεκριμένων ενδυμάτων, θα μπορούσε να απαγορευτεί η χρήση των δακρυγόνων εκ μέρους της αστυνομίας, που είναι βλαβερά για την υγεία και έχουν ήδη προκαλέσει το θάνατο ενός διαδηλωτή, κατά την διήμερη απεργιακή κινητοποίηση στις 19-20 Οκτωβρίου 2011 στην Αθήνα.)
Συνεπώς, το αποτέλεσμα της απόκρυψης των χαρακτηριστικών του προσώπου, βάσει του οποίου ορίζεται και διώκεται νομικά η κουκουλοφορία ως ιδιώνυμο αδίκημα, χρειάζεται να συμπληρωθεί από μια επιτόπια δίκη προθέσεων, που σε κάθε περίπτωση συνιστά ιδιαίτερα ανασφαλή τρόπο εξαγωγής συμπεράσματος και δη διαπίστωσης της τέλεσης αδικήματος, όπου η «κουκουλοφορία» δεν συνδέεται με κανένα άλλο αδίκημα.
Δηλαδή σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορεί να σταθεί η κουκουλοφορία ως αυτόνομο αδίκημα, είτε στη διαπίστωση και δίωξή του από την Αστυνομία, είτε στη διαπίστωση και τιμωρία του από τη Δικαιοσύνη.
Στην πράξη δεν συμβαίνει «πάντα» να καταφέρνει η αστυνομία να αποκόψει πλήρως την ομάδα των βιαιοπραγούντων και κουκουλοφόρων από τους υπολοίπους διαδηλωτές (ώστε να μη βρίσκονται αθώοι διαδηλωτές στον όγκο εκείνων που περικύκλωσε η αστυνομία και να μη βρίσκονται φιλόδοξοι ταραξίες στον όγκο των υπολοίπων διαδηλωτών), ώστε να είναι σε θέση να εξακριβώσει για τον καθέναν τους πως «πρόλαβε» με τη παρέμβασή της την τέλεση αξιόποινων πράξεων εκ μέρους τους, ή πως αυτοί που διαπράττουν κουκουλοφορία διέπραξαν ταυτόχρονα και άλλα αδικήματα-βιαιοπραγίες ώστε να καλυφθεί, έστω και με αυτόν τον τρόπο, το κενό που υπάρχει στο νόμο στο βαθμό που επιβάλλει τη δίκη προθέσεων των κουκουλοφόρων.
Ίσως δεν θά’πρεπε να αποκλειστεί η περίπτωση του επιχειρήματος μιας απολυταρχικής και ολοκληρωτικής λογικής σύμφωνα με την οποία καμία επιμέρους εφαρμογή του νόμου δεν μπορεί να είναι λανθασμένη, στο βαθμό που ο νόμος ορίζει πως όποιος καλύπτει με οποιοδήποτε τρόπο μέρος ή το σύνολο του προσώπου του ώστε να δυσχεραίνεται η αναγνώρισή του διαπράττει αδίκημα, και ο συλληφθείς μείωσε την αναγνωρισιμότητα του προσώπου του με τη χρήση κάποιου ρούχου.
Δεν θα ταίριαζε όμως ένας τέτοιος νόμος στο νομικό πολιτισμό μιας ευνομούμενης δημοκρατικής πολιτείας.
Δυστυχώς, αυτή είναι, όμως, η ουσία του νόμου, που αντί να βοηθά στη πρόληψη αδικημάτων κατά την διάρκεια διαδηλώσεων επιβάλλει και απαιτεί να προκαταλαμβάνεται η με οποιοδήποτε τρόπο κάλυψη μέρους του προσώπου ως σκόπιμη και δη ως πρόθεση μελλοντικής τέλεσης αδικήματος σε βάρος των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών και της δημοσίας τάξης.
Συμπερασματικά, η θέσπιση του αδικήματος της κουκουλοφορίας δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλή οδηγό συμπεριφοράς από τις αρχές, στο βαθμό που είναι ατελές στη σύλληψή του, δεν μπορεί να διαπιστωθεί ασφαλώς στη πράξη αυτόνομα (όπως επιβάλλει ο νομικός ορισμός του αδικήματος) και καθιστά αναγκαία μια ιδιαίτερα αναξιόπιστη δίκη προθέσεων, οδηγώντας αναπόδραστα στη καταπάτηση των δικαιωμάτων των πολιτών τα οποία καλείται να προστατεύσει και υποβαθμίζοντας τον νομικό πολιτισμό του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
3) Ο ορισμός του ιδιωνύμου της κουκουλοφορίας αφήνει ανοιχτό πεδίο σε αυθαιρεσίες και καταχρήσεις του.
Είναι γεγονός πως διάγουμε μια περίοδο έντασης των κοινωνικών παθών, κατά την οποία καταγράφονται σημαντικές αντιθέσεις μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων οι οποίες διαφωνούν με διάφορες πολιτικές που ακολουθούνται είτε από τη κυβέρνηση είτε από αυτές τις επιμέρους κοινωνικές ομάδες.
Σε αυτό το «τοξικό» κοινωνικό περιβάλλον, ένας νόμος του ιδιωνύμου αδικήματος της κουκουλοφορίας θα ήταν δυνατό να γίνει αντικείμενο κατάχρησης προκειμένου να σαμποταριστούν οι εκδηλώσεις διαφόρων κοινωνικών ομάδων, είτε λόγω των συγκεκριμένων αιτημάτων τους είτε λόγω της ιδιαίτερης ιδεολογικής, κοινωνικής, επαγγελματικής, φυλετικής, θρησκευτικής ταυτότητάς τους.
Δηλαδή θα διευκόλυνε την σκόπιμη πρόκληση μιας προληπτικής επέμβασης της αστυνομίας σε βάρος μελών μιας διαδήλωσης, προκαλώντας ενδεχομένως και τη διάλυσή της.
Αποτελεί δυστυχές γεγονός – και χαρακτηριστικό πολλών διαδηλώσεων που έλαβαν χώρα τα τελευταία δύο χρόνια κι ιδίως μετά την εκδήλωση του κινήματος των «Αγανακτισμένων» στη πλατεία Συντάγματος – πως και καθόλα δικαιολογημένες και απαραίτητες επεμβάσεις της αστυνομίας δεν επικεντρώθηκαν στη μειοψηφία των βιαιοπραγούντων, αλλά στράφηκαν, είτε λόγω επιχειρησιακής αδυναμίας είτε λόγω σκοπιμοτήτων διασφάλισης της ασφάλειας των αστυνομικών ή της περιμέτρου είτε γι άλλους λόγους, στο σύνολο των διαδηλωτών, με δακρυγόνα να εκτοξεύονται με στόχο όλη την εμπρόσθια γραμμή/παράταξη των διαδηλωτών, όσο και το κέντρο της πλατείας και του συγκεντρωμένου κόσμου, προκαλώντας τη διάλυση της διαδήλωσης, την οποία η Αστυνομία θα έπρεπε να διαφυλάσσει.
Εφόσον, λοιπόν, με κάθε επέμβαση της αστυνομίας για τη σύλληψη βιαιοπραγούντων, κουκουλοφόρων και μη, διατρέχεται ο κίνδυνος διάλυσης μιας γενικά ειρηνικής πορείας, θα μπορούσαν να υπάρξουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ορισμένοι θα ήταν πρόθυμοι να εκμεταλλευτούν το νέο νόμο, ώστε να προκαλέσουν τη διάλυση συγκεντρώσεων με τις οποίες διαφωνούν, και μάλιστα με το μικρότερο γι αυτούς ποινικό κόστος, σε περίπτωση σύλληψής τους.
Εφόσον μόνη η «κουκουλοφορία» θα συνιστούσε αναγκαίο και επαρκές αίτιο παρέμβασης της αστυνομίας, θα ήταν δυνατό κάποιοι έχοντας ενσωματωθεί πρώτα στον κύριο όγκο της πορείας να διαπράξουν το εν λόγω αδίκημα – προκαλώντας αστυνομική επιχείρηση σε βάρος τους – χωρίς να χρειάζεται να διαπράξουν κάποιο σοβαρότερο αδίκημα και να διατρέξουν κίνδυνο επιβολής μεγαλύτερης ποινής από αυτή που επισείει η κουκουλοφορία. Θα επιτύγχαναν δηλαδή το μέγιστο αποτέλεσμα με το ελάχιστο κόστος.
Π.χ. κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων ευπαθών κοινωνικών ομάδων εναντίον των μέτρων λιτότητας από κάποιους που επιθυμούν τη «δημοσιονομική εξυγίανση», ή διαδηλώσεων νομίμων μεταναστών κατά του ρατσισμού από κάποιους που επιθυμούν την απομάκρυνση όλων των μεταναστών, ή διαδηλώσεων θρησκευομένων κατά π.χ. διατάξεων αφαίρεσης θρησκευτικών εικόνων από δημόσια κτίρια και νοσοκομεία, ή διαδηλώσεων επαγγελματικών ομάδων από κάποιους που διαφωνούν με τις πολιτικές διαμαρτυρίας των εν λόγω ενώσεων κοκ.
Το μέτρο του ιδιωνύμου της κουκουλοφορίας αναπόδραστα θα προκαλέσει πολλαπλασιασμό των επεμβάσεων των αστυνομικών δυνάμεων σε βάρος διαδηλωτών που κρίνεται πως διαπράττουν «κουκουλοφορία», διευκολύνοντας επίδοξους ταραξίες να προκαλέσουν διάλυση διαδηλώσεων, περιορίζοντας ταυτόχρονα το ρίσκο για τους ίδιους και καθιστώντας έτσι την Αστυνομία ακούσιο συνεργάτη τους, μέσω της χειραγώγησης του νόμου.
4) Ο νέος νόμος θα μπορούσε να αποδειχτεί αντιπαραγωγικός και μη εφαρμόσιμος για τακτικούς επιχειρησιακούς λόγους.
Όπως επισημάνθηκε ήδη παραπάνω, διάγουμε μια περίοδο κορύφωσης των κοινωνικών παθών με ορατό τον κίνδυνο πολιτικής αποσταθεροποίησης λόγω του δυσμενέστατου αντίκτυπου των μέτρων στη κοινωνία.
Παράλληλα ένας τέτοιος νόμος, με τις επισημανθείσες ατέλειές του, θα οδηγούσε οπωσδήποτε σε πολλαπλασιασμό των, λανθασμένων και μη, επεμβάσεων της αστυνομίας προς εφαρμογή του.
Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις και περιστάσεις, όμως, λόγω ακριβώς της έντασης των παθών, στις οποίες η Αστυνομία θα είχε λόγους να μην προβεί στην εφαρμογή μιας τέτοιας διάταξης, να μην επέμβει σε διαδηλώσεις κατά «κουκουλοφορούντων», προκειμένου η επέμβαση της να μην πυροδοτήσει πράξεις βίας μεγαλύτερης έντασης και έκτασης από αυτές στις οποίες θα ήταν δυνατό να προβεί μια μειοψηφία, τέτοια είναι σχεδόν πάντοτε, κουκουλοφόρων.
Πράγματι, η αστυνομική παρέμβαση συχνά δεν λειτουργεί πυροσβεστικά ή αποτρεπτικά σε βάρος αξιόποινων πράξεων, αλλά τείνει να πυροδοτεί βίαια επεισόδια, αναδεικνυόμενη ως ένας πρόσθετος παράγοντας ή καταλύτης σε ένα ήδη εκρηκτικό μίγμα.
Και πραγματικά η αστυνομία έχεισε αρκετές περιπτώσεις συνετά αποφασίσει να αποφύγει την αντιπαράθεση με διαδηλωτές, κουκουλοφόρους και μη, ώστε να αποφευχθεί μια κλιμάκωση των επεισοδίων, ακόμη κι όταν είχαν σημειωθεί αδικήματα χειρότερα από αυτό της «κουκουλοφορίας».
Ο νόμος του ιδιωνύμου της κουκουλοφορίας θα μπορούσε να ωθήσει την αστυνομία να παρεμβαίνει συχνότερα και εντονότερα σε περιπτώσεις όπου, τακτικά και με στόχο την προστασία της δημοσίας τάξης και των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών, θα ήταν πιο αποτελεσματικό να κρατήσει απόσταση ασφαλείας από τους διαδηλωτές ή να επιδείξει συγκράτηση/ανοχή σε μεμονωμένα ή περιορισμένα επεισόδια βίας για την αποτροπή κλιμάκωσής τους.
Καταλητικά, τι χρησιμότητα θα είχε ένας νόμος ο οποίος:
- Στις περισσότερες περιπτώσεις όπου η Αστυνομία θα έπρεπε να τον εφαρμόσει δεν θα είχε τη δυνατότητα να δράσει προληπτικά, όπως ο νόμος ορίζει,
- Σε πολλές περιστάσεις θα ήταν μη ασφαλής οδηγός δράσης για την Αστυνομία και κρίσης για τη Δικαιοσύνη με υψηλές πιθανότητες λανθασμένων προσαγωγών-συλλήψεων και καταδικαστικών αποφάσεων, αντίστοιχα,
- Θα είχε τη δυνατότητα να καταστήσει την Αστυνομία ακούσιο συνεργάτη των επίδοξων ταραξιών, ωθώντας τη σε πολλαπλάσιες επεμβάσεις,
- Θα ήταν αντιπαραγωγικός και η εφαρμογή του για τακτικούς λόγους αποφευκτέα;
Η σύνταξη του προτεινόμενου νόμου είναι τόσο αποσπασμένη από τις εμπειρικές περιπτώσεις δυνάμει εφαρμογής του, από τις ειδικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, που καθίσταται πραγματικά όχι μόνο προβληματικός, αλλά και άχρηστος και αντιπαραγωγικός.
Εμπειρικά έχει ένα πολύ περιορισμένο «ασφαλές» φάσμα εφαρμογής: προνομιακό του πεδίο είναι οι περιπτώσεις όπου οι επίδοξοι βιαιοπραγούντες προσέρχονται στις διαδηλώσεις ως ομάδα με καλυμμένα τα πρόσωπα και ξεχωριστά από τους υπόλοιπους διαδηλωτές (ως συνεκτική ομάδα κοινών προθέσεων και στόχων, ενδεχομένως και ενδυματολογικού κώδικα) ή κινούνται προς οποιαδήποτε κατεύθυνση με αυτόν τον τρόπο, ώστε και ο εντοπισμός τους και η παράταξη των δυνάμεων της αστυνομίας να είναι τέτοια που να επιτρέπει τον αποτελεσματικό αποκλεισμό τους από άλλες ομάδες πολιτών και τη σύλληψή τους με τρόπο που να μην αφήνει περιθώρια αμφιβολιών για τη συμμετοχή τους στην εν λόγω ομάδα.
Δηλαδή, οι πιο προνομιακές περιπτώσεις εφαρμογής ενός τέτοιου νόμου θα ήταν αυτές στις οποίες τα κενά, οι ατέλειες και οι ανακολουθίες ενός τέτοιου νόμου – που ορίζει την κουκουλοφορία ως χωριστό αδίκημα, χωρίς να απαιτείται ή να αναζητείται σύνδεση με άλλο σοβαρότερο, το οποίο θα λειτουργούσε επαληθευτικά των προθέσεών των δραστών – καλύπτονται, σε κάποιο βαθμό, από δευτερεύοντα βοηθητικά, συμπληρωματικά, ενισχυτικά της προκαταλαμβανόμενης από τον νόμο εγκληματικής πρόθεσης στοιχεία.
Συνεπώς, ο νόμος στην εφαρμογή του φαίνεται να είναι καταδικασμένος να είναι είτε ολοκληρωτικός, εν τέλει μη αρμόζων σε μια δημοκρατική πολιτεία, είτε να απαιτεί από αυτούς που θα κληθούν να τον εφαρμόσουν να ασκήσουν την υποκειμενική τους κρίση στην εκτίμηση δευτερευόντων παραγόντων (καλύπτοντας τις ελλείψεις και ασάφειες του νόμου), που θα έχει αποτέλεσμα ενδεχομένως λανθασμένες εφαρμογές, είτε υπερβάλλουσες είτε πλημμελείς.
Κι αν κατά το αναφερθέν στην επιστολή παράδειγμα της χρήσης του νόμου της κουκουλοφορίας σε βάρος της οργάνωσης Κου ΚλουξΚλαν στις ΗΠΑ η στόχευση του νόμου ήταν σαφής και η διαπίστωση της παραβίασής του εξίσου σαφής, στην Ελλάδα, ελλείψει τελετουργικών ενδυμασιών των δραστών βιαιοπραγιών κατά τη διάρκεια μαζικών διαδηλώσεων, που είναι και το κεντρικό παράδειγμα που επικαλείται η επιστολή, δεν είναι διόλου αυτονόητη και σαφής η αναφορά και ο προσδιορισμός της «κουκούλας» και της «κουκουλοφορίας».
Εκτός ίσως από φαινόμενο «νομικού μιμητισμού» ή «νομικής παγκοσμιοποίησης» μια τέτοια πρόταση νόμου ενδεχομένως βασίζεται εν μέρει στον τρόπο που χρησιμοποιείται η λέξη στα ΜΜΕ αλλά και στην ίδια τη χρήση ουσιαστικού έναντι μετοχής – «οι κουκουλοφόροι» αντί του «οι κουκουλοφορούντες» – που συμβάλλει στην σχηματισμό μιας εντύπωσης πως «οι κουκουλοφόροι» προσέρχονται ως κουκουλοφόροι, απέρχονται ως κουκουλοφόροι, κινούνται ως κουκουλοφόροι και υπάρχουν ως κουκουλοφόροι· είναι κατά την ουσιαστική τους ιδιότητα «κουκουλοφόροι».
Παράλληλα, ο νόμος διακρίνεται κι από μια αφέλεια: πέρα από την αφέλεια ότι η εισαγωγή μιας νομικής διάταξης για τη κουκουλοφορία που διαχωρίζει την ίδια από την τέλεση του «κύριου εγκλήματος» μπορεί πρακτικά να βοηθήσει την αστυνομία ώστε σε πραγματικές περιστάσεις να δράσει προληπτικά, δηλαδή έγκαιρα και αποτελεσματικά στην αποτροπή της δεύτερης κατά τον χρόνο πράξης, υπάρχει και μια αφελής λανθάνουσα αντίληψη ότι ένας τέτοιος νόμος θα μπορούσε να αποθαρρύνει τους επίδοξους ταραξίες, παραβάτες και βιαιοπραγούντες από την τέλεση των συναφών πράξεων.
Στην πραγματικότητα, όμως, ένας τέτοιος νόμος μπορεί μόνο να ωθήσει τους επίδοξους βιαιοπραγούντες να ανασχεδιάσουν τη τακτική και τη δράση τους: είτε προσερχόμενοι σε μικρότερες ομάδες στον συμφωνημένο τόπο και από διαφορετικές κατευθύνσεις είτε χρησιμοποιώνταςτη «κουκούλα» την τελευταία στιγμή ή σε μια κρίσιμα επιλεγμένη στιγμή πριν τη τέλεση της πράξης, που δεν θα επιτρέψει στην αστυνομία να παρέμβει παρά εκ των υστέρων, χωρίς να εξασφαλίζεται κι η επιτυχία της παρέμβασης.
Όσον αφορά τη τέλεση της καθαυτό σκοπούμενης πράξης, οι δράστες είτε υπάρχει σχετική διάταξη απαγόρευσης της κουκουλοφορίας είτε όχι, σε κάθε περίπτωση θα έχουν εκθέσει ήδη τον εαυτό τους στον κίνδυνο σύλληψης από την Αστυνομία, οπότε η χρήση της κουκούλας μπορεί μόνο να αυξήσει τις πιθανότητες διαφυγής τους, οπότε δεν θα την αποφύγουν.
Επιστρέφοντας όμως στο ενδεχόμενο και στην υπόθεση της «κακοπροαίρετης» πρότασης του νόμου, της ύπαρξης δηλαδή σκοπιμοτήτων, ίσως δεν θα πρέπει να θεωρηθούν οι αδυναμίες του νόμου ως πραγματικά παραλείψεις ή αβλεψίες, αλλά σκόπιμες αοριστίες.
Η αναπόδραστη ασάφεια ορισμού της κουκουλοφορίας και της ακόλουθης διαπίστωσης τέλεσής της δεν έχει άλλο καίριο αποτέλεσμα, παρά τον έννομο πολλαπλασιασμό και ενίσχυση της παρεμβατικότητας της αστυνομίας κυρίως σε μαζικές διαδηλώσεις, που μπορεί να δράσει είτε αποτρεπτικά στην ίδια τη τέλεσή τους είτε αντιπαραγωγικά, εντείνοντας την κοινωνική οργή.
Η καθιέρωση μιας τέτοιας πρακτικής δεν θα συνέβαλε στη προστασία του δικαιώματος των πολιτών «να διαδηλώνουν ελεύθερα, άοπλοι και με ησυχία, να εκφράζουν τη γνώμη και τα αιτήματά τους για πολιτικοκοινωνικά θέματα», πολύ περισσότερο στην «προληπτική» προστασία αυτών των δικαιωμάτων, αλλά θα έδινε τη δυνατότητα στην Αστυνομία, με την επίκληση ασαφών διατάξεων, να εφαρμόζει μαζική καταστολή, μόνο με ένα πρόσθετο πέπλο νομιμότητας σε σχέση με τον τρόπο που το έπραττε στο παρελθόν, για τον οποίο άγρυπνοι νομικοί φρουροί και φύλακες του δημοκρατικού πολιτεύματος είχαν ελάχιστα να πουν και να καταμαρτυρήσουν.
Έχοντας λοιπόν οι πολίτες αυτής της χώρας τύχει έκδηλης κακομεταχείρισης από την αστυνομία τα τελευταία δύο χρόνια με την άκρατη χρήση χημικών και βομβών κρότου-λάμψης, την τρομοκράτηση μέσω «έφιππων» ταγμάτων άμεσης επέμβασης σε δρόμους στενάκια και μαγαζιά και με αναίτιες επιθέσεις με γκλομπκαι μαζικές καταδιώξεις, μια διάταξη που καθιερώνει, σε πολύ θολό και ασταθές έδαφος, την δυνατότητα «προληπτικής» επέμβασης της αστυνομίας καθόλου δεν ενισχύει το δημοκρατικό πολίτευμα, δεν προστατεύει τη δημόσια τάξη και τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών, αλλά ορίζει μόνο τις προνομιακές εκείνες ομάδες που θα μπορούν,προστατευμένες οι ίδιες, να τα παραβιάζουν.
Αν οι συντάκτες είχαν στο νου τους τα πιο ακραία φαινόμενα βιαιοπραγίας από ομάδες κουκουλοφόρων – π.χ. ακροδεξιές ομάδες κρούσης εναντίον νόμιμων και παράνομων μεταναστών, ή αντεξουσιαστών που επιδίδονται σε κυνηγητό με την αστυνομία, καταστρέφουν δημόσια και ιδιωτική περιουσία και διαλύουν, μαζί με τη δράση της αστυνομίας, τις διαδηλώσεις – τότε αντί να προτείνουν μια τέτοια «τρύπια» διάταξη, καλύτερα θα έκαναν να απαιτήσουν τη λήψη νομικών μέτρων εναντίον των γνωστών ομάδων και των γνωστών μελών τους που οργανώνουν και παρακινούν σε ρατσιστικά «πογκρόμ» και την γρήγορη εκδίκαση υποθέσεων που τους αφορούν αντί αυτές να αναβάλλονται συνεχώς, ή αντίστοιχα να αναζητήσουν ευθύνες από τη πολιτική και μη ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. για τη διατήρηση πολυάριθμων διμοιριών ΜΑΤ εντός του Κοινοβουλίου ενόσω η Αθήνα παραδίδεται στις φλόγες, καθώς για καταγεγραμμένες σε φωτογραφικό φακό και σε βίντεο αλλά και σε καταγγελίες περιπτώσεις «αγαστής συνεργασία και συνύπαρξης» κουκουλοφόρων και δυνάμεων της Αστυνομίας.
Το δημοκρατικό μας πολίτευμα, και η πίστη σε αυτό, περισσότερο θα ενισχυθεί από την αυστηρή τήρηση και εφαρμογή των νόμων και του Συντάγματος της χώρας σε ό,τι αφορά την πολιτική της ηγεσία και τα σώματα τήρησης της τάξης, παρά από την προσθήκη διατάξεων που επεκτείνουν τις δυνατότητες μονομερούς αυθαίρετης δράσης και επιβολής των αποφάσεων των κατεχόντων την εξουσία στους πολίτες της χώρας.
Μια τέτοια προκατάληψη υπέρ των αρχών – που δεν είναι βεβαίως ασυνήθιστη ή κατακριτέα για ανθρώπους του «γράμματος του νόμου» αρκεί το γράμμα αυτό να είναι πρόθυμοι να το επικαλεστούν και για τις ίδιες τις αρχές (επιλεκτική ευασθησία και εφαρμογή του νόμου συνιστά υπονόμευσή του) και να υιοθετούν, ακόμη, το πνεύμα του νόμου – διαφαίνεται στις αρχικές τοποθετήσεις των συντακτών της επιστολής. Επισημαίνουν:
«Οι βιαιοπραγίες αυτές των «κουκουλοφόρων» κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων ουσιαστικά ματαιώνουν τη συνταγματική διάταξη των άρθρων 11 και 14, που προστατεύουν το δικαίωμα των πολιτών να διαδηλώνουν ελεύθερα, άοπλοι και με ησυχία, να εκφράζουν τη γνώμη και τα αιτήματά τους για πολιτικοκοινωνικά θέματα, προκαλώντας τη διάλυση των συγκεντρώσεων αυτών.»
Και προσθέτουν, προσδιορίζοντας περαιτέρω το θέμα, κατά την αντίληψή τους:
«Υπήρχε όμως και συνέχεια, διότι οι «κουκουλοφορούντες» προέβαιναν, μετά τη διάλυση της διαδήλωσης, και σε ειδικές καταστροφές καταστημάτων, δημοσίων κτιρίων (Τραπεζών, Πανεπιστημίων) και θανατώσεις προσώπων που έτυχε να βρίσκονται κοντά στα γεγονότα. Οι βιαιοπραγούντες ματαίωναν το καθήκον της Πολιτείας να εξασφαλίζει την ουσιαστική προστασία της συνταγματικής διάταξης, όπως είχε υποχρέωση, λόγω του ότι οι δράστες απέκρυπταν την ταυτότητά τους με την κουκούλα.»
Πέραν μιας διαφαινόμενης αφέλειας του κειμένου που επισημάνθηκε και παραπάνω, (ότι δηλαδή οι βιαιοπραγούντες θα φορούσαν τη «κουκούλα» πολύ πριν προβούν στη τέλεση των πράξεών τους και πως κατά την τέλεση αυτή θα αποθαρρύνονταν από τη χρήση της «κουκούλας» λόγω ύπαρξης σχετικής απαγόρευσης και πως οι αρχές θα κατάφερναν «αυτόματα» να παρέμβουν στο μεσοδιάστημα της διάπραξης της κουκουλοφορίας και της διάπραξης σοβαρότερων αδικημάτων λόγω και μόνο της νομικής πρόβλεψης της προληπτικής επέμβασης) αυτό που παραλείπεται εντελώς είναι το υποκείμενο της εφαρμογής του νόμου, η Αστυνομία, που στις περιπτώσεις αυτές των βιαιοπραγιών κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, σαφώς είχε το καθήκον και την υποχρέωση να παρέμβει για τη προστασία των δικαιωμάτων των διαδηλωτών και της προστασίας της δημόσιας/ιδιωτικής περιουσίας, αλλά η διάλυση των διαδηλώσεων που ακολούθησε δεν ήταν μονομερές αποτέλεσμα της δράσης κουκουλοφόρων και μη βιαιοπραγούντων, αλλά του ειδικού τρόπου επέμβασης της αστυνομίας, η οποία ενήργησε στοχοποιώντας το σύνολο των διαδηλωτών, εν είδει «συλλογικής τιμωρίας», επιτιθέμενη με γκλομπ, δακρυγόνα και ενίοτε με πέτρες σε άοπλους πολίτες, τραυματίζοντας πολλούς, αναλαμβάνοντας να διαλύσουν σκηνές και αντίσκηνα ειρηνικών διαδηλωτών, προκαλώντας ασφυξία και λιποθυμικά επεισόδια σε άλλους, στερώντας τους -πολύ περισσότερο η ίδια απ’ ότι οι βιαιοπραγίες των κουκουλοφόρων- το δικαίωμα να διαδηλώνουν ειρηνικά. Πολύ περισσότερο η ΕΛ.ΑΣ. ενήργησε επανειλημμένα με τρόπο σχεδιασμένο να προκαλέσει εκ των υστέρων τις πράξεις που θα νομιμοποιούσαν τη παρέμβασή της. Αν αυτές τώρα οι παρεμβάσεις μπορούν να γίνονται και «προληπτικά», το μέλλον για την Ελληνική Δημοκρατία διαγράφεται «λαμπρό».
Κι ενώ έναν νομικό θα έπρεπε να τον ενδιαφέρει το σύνολο των τελεσθεισών πράξεων και η εμμονή στα καταγεγραμμένα και τα διασταυρώσιμα στοιχεία κι η εφαρμογή του νόμου για όλους, οι συντάκτες της επιστολής καταφεύγουν και σε «αισθησιασμό», σε εντυπωσιασμό, χρησιμοποιώντας εξακολουθητικό χρόνο για να περιγράψουν ένα επιμέρους μεν, τραγικότατο και επονείδιστο γεγονός δε, δηλαδή τον φρικτό θάνατο τριών ανθρώπων που εγκλωβίστηκαν στο κτίριο της Τράπεζας στο οποίο κάποιοι δολοφόνοι έβαλαν φωτιά, κατά τη διάρκεια των πρώτων μαζικών διαδηλώσεων εναντίον του Μνημονίου τον Μάϊο του 2010. Όσο βαθειά κι αν χαράχτηκε στη μνήμη της χώρας αυτό το γεγονός (που οδήγησε το κύμα των διαδηλώσεων σε άμεση υποχώρηση) η αναφορά σε αυτό ωσάν να γινόταν επανειλημμένα ασφαλώς δεν αρμόζει σε ένα κείμενο γραμμένο από νομικούς επιστήμονες και η επιλογή αυτού του «σχήματος λόγου» προβληματίζει ως προς αυτό που συνεπάγεται για την επιλεκτική όραση και στόχευση της συντακτικής ομάδας. Ίσως στο όνομα αυτού του γεγονότος, με τη ρητορική του επίταση,ενθαρρύνεται μια πολύ πιο επιθετική παρουσία της Αστυνομίας στις μαζικές διαδηλώσεις, όχι υπέρ αλλά σε βάρος των πολιτών που διαδηλώνουν.
* Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Ομ. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας και τ. Πρύτανης του Παντείου Παν/μίου, Γεράσιμος Αρσένης, τ. Υπουργός και τ. Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Αντώνης Μπρεδήμας, Καθηγητής Νομικής του Εθνικού Καποδιστριακού Παν/μίου, Σωτήρης Μουσούρης, τ. Επίκουρος Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Δημήτρης Γουργουράκης, ε.τ. Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και τ. Πρόεδρος της Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων