Οι σημαντικότερες, ως προς το διακύβευμα και κατά γενική ομολογία, εκλογές μετά τη μεταπολίτευση επαληθεύτηκαν κι ως οι σημαδιακότερες και καθοριστικότερες της περιόδου. Τα πρώην μεγάλα κόμματα κατακρημνίστηκαν στη συνείδηση των ψηφοφόρων και μαζί τους οι πολιτικές της λιτότητας, της ύφεσης, της ανεργίας, των τυφλών εκβιασμών και των πελατειακών σχέσεων. Αν και από κυβερνητική προοπτική το τοπίο παρουσιάζεται κατακερματισμένο και ρευστό, χωρίς καμία επικρατούσα κομματική εντολή, η λαϊκή πολιτική εντολή είναι σαφής ακόμη και για τις δυνάμεις που στήριξαν το μνημόνιο: απαγκίστρωση από τις καταστρεπτικές δεσμεύσεις και συνέπειές του.
Τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ, από το 43,92% των εκλογών του 2009, υπέστησαν μια πρωτοφανή καθίζηση 30 ποσοστιαίων μονάδων, διαμορφούμενα στο 13,18%. Τα ποσοστά της ΝΔ συρρικνώθηκαν στο 18,85%, στο μισό περίπου του 33,47% του 2009. Το ΚΚΕ σημείωσε ελάχιστη αύξηση μίας μονάδας, από το 7,54% στο 8,48%. Το πρωτοεμφανιζόμενο κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων, με μόλις δύο μήνες ζωής κατάφερε να ξεπεράσει τις 10 ποσοστιαίες μονάδες, στοιχίζοντας ακριβά στη παράταξη της ΝΔ, με τα τελικά ποσοστά του να κυμαίνονται στο 10,60%. Η Δημοκρατική Αριστερά στη πρώτη της κοινοβουλευτική υποψηφιότητα κατάφερε να ξεπεράσει τα ποσοστά του ενωμένου ΣΥΡΙΖΑ του 2009 (4,60%) κερδίζοντας το 6,10% των ψήφων. Ο διασπασμένος ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να πολλαπλασιάσει τα προηγούμενα εκλογικά του ποσοστά, κερδίζοντας τη θέση της αξιωματική αντιπολίτευσης – και αποκαθηλώνοντας πρωτοκλασάτα ονόματα του ΠΑΣΟΚ στο λεκανοπέδιο – που έφτασαν το 16,78% των ψήφων. Τέλος η για πολλούς δυσάρεστη έκπληξη των εκλογών, η Χρυσή Αυγή, κατόρθωσε να ξεπεράσει τα ποσοστά της ΔΗΜΑΡ και να προσεγγίσει εκείνα του ΚΚΕ, συγκεντρώνοντας το 6,97% των ψήφων. ΛΑΟΣ, Οικολόγοι Πράσινοι, ΔΗΣΥ, Κοινωνική Συμμαχία, ΔΡΑΣΗ, Δημιουργία ξανά και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μεταξύ άλλων, δεν κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν τους απαιτούμενους ψήφους για να εισέλθουν στη Βουλή.
Η καθοδική πορεία του ΠΑΣΟΚ, αν και αναμενόμενη, παρόλαυτά ξαφνιάζει, ίσως λόγω του αποκλεισμού από το Ελληνικό Κοινοβούλιο ιδιαίτερα προβεβλημένων μελών του με πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό τα προηγούμενα χρόνια, όπως η Άννα Διαμαντοπούλου, ο Χρήστος Παπουτσής, ο Δημήτρης Ρέππας, ο Πέτρος Ευθυμίου, ο Παύλος Γερουλάνος κ.ά. Οι συνειδητά ψευδείς προεκλογικές του εξαγγελίες το 2009, η προτίμηση στις παρασκηνιακές πολιτικές διαδικασίες, η διλογία, η πρωτοφανής υποκρισία σε επίπεδο πολιτικών μέτρων και ρητορικής – με τους θεατρινισμούς και τις ψευδευλαβείς παραστάσεις του Ευάγγελου Βενιζέλου να διαμορφώνουν νέα δεδομένα στα μεταπολιτευτικά χρονικά του κοινοβουλίου – η διαφθορά, η καθεστωτική συμπεριφορά, η αναξιοκρατία, η ανικανότητα και η αδιαφορία για τη βούληση του δημοκρατικού σώματος τιμωρήθηκαν αναλόγως, ωθώντας το πρώην ευρύτατης βάσης και πρώην σοσιαλιστικό κόμμα σε αναδίπλωση στον στενό του κομματικό πυρήνα.
Η ΝΔ απέτυχε με τη σειρά της να αξιοποιήσει τη φθορά του ΠΑΣΟΚ, όσο κι αν προσπάθησε προεκλογικά να πολώσει κομματικά τη πολιτική αντιπαράθεση, κατ’ αντίφαση πάλι της καιροσκοπικής αποθέωσης της “νέας πολιτικής κουλτούρας των συνεργασιών”. Στρατηγικά και τακτικά συνέχιζε να υποπίπτει σε σφάλματα, υποτιμώντας ταυτόχρονα τη νοημοσύνη των Ελλήνων ψηφοφόρων. Όσο το ΠΑΣΟΚ επιζούσε των εσωκομματικών/κοινοβουλευτικών και κοινωνικών εκβιασμών που επέβαλλε για δικαιολογήσει και να περάσει τα μνημονιακά μέτρα, η ΝΔ υιοθετούσε έναν ακραίο “αντι-μνημονιακό λόγο” προσπαθώντας να διατηρήσει ένα ηθικό-πολιτικό προβάδισμα, παρά το γεγονός ότι οι βουλευτές της ψήφιζαν μεγάλο ποσοστό των εφαρμοστικών μέτρων. Όταν η πίεση για “συναίνεση” και υπογραφές από την Ευρώπη οδήγησε το ΠΑΣΟΚ στην εκβιαστική επίκληση του δημοψηφίσματος για τη παραμονή ή όχι στην Ευρωζώνη, ο Αντώνης Σαμαράς έκανε εκπληκτική – όσο και αναμενόμενη – μεταστροφή στηρίζοντας τη νέα τεχνοκρατική κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου και το δεύτερο μνημόνιο, επιχειρώντας όμως να αποφύγει τη πολιτική ταύτιση με τις αποφάσεις της, υποτιμώντας και πάλι ξεδιάντροπα τη νοημοσύνη των Ελλήνων πολιτών.
Για τη ΝΔ η στήριξη του τεχνοκράτη – αλλά σταθερού πολιτικού συνεργάτη των ηγεσιών του ΠΑΣΟΚ από την εποχή Σημίτη – Λουκά Παπαδήμου, ανταποκρινόταν σε μια ευρύτατη κοινωνική απαξίωση του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών προσώπων, αλλά και στον φετιχισμό μιας οικονομικά (νεο)φιλελεύθερης μερίδας του πολιτικού φάσματος και μείωνε την έκθεση του κόμματος στο κλίμα των μνημονιακών μέτρων. Ήθελε να ελαχιστοποιήσει το πολιτικό κόστος για ένα κρίσιμο διάστημα, το οποίο, όμως, δεν θα μπορούσε να ήταν και μεγάλο, γιατί ο τακτικισμός θα καθίστατο πιο διαφανής στο εκλογικό σώμα. Εφόσον δεν πήρε το ρίσκο των πρόωρων εκλογών στα τέλη του 2011, έχοντας στο νου του περισσότερο την ήττα του ΠΑΣΟΚ παρά τη δική του νίκη, ο Αντώνης Σαμαράς έχασε την ευκαιρία τόσο για τη ΝΔ όσο και για τη φιλελεύθερη μνημονιακή παράταξη – καθώς και για τους Ευρωπαίους εταίρους της – να ανανεώσει εγκαίρως τη “λαϊκή εντολή” για κάποιο διάστημα, πιθανώς επιχειρώντας να μειώσει τις κοινωνικές προσδοκίες για την “αναπτυξιακή πολιτική” του. Οι εφιαλτικές συνέπειες των μνημονίων, όμως, στην οικονομία και τη κοινωνία κατάφεραν και συνέτριψαν αυτές τις προσδοκίες προλαβαίνοντας τη ΝΔ στη κάλπη.
Η παράταξη των Ανεξάρτητων Ελλήνων, κατάφερε να αξιοποιήσει την – επίσης λανθασμένη – μετωπική επίθεση της ΝΔ εναντίον της, εμπεδώνοντας στην αντίληψη των πολιτών τη διάζευξη “μνημονιακών / αντι-μνημονιακών παρατάξεων” και διαμορφώνοντας το έδαφος για την εκλογική και κοινοβουλευτική συσπείρωσή της. Αν και εκλογικά οπωσδήποτε αφαίρεσε ποσοστά από τη ΝΔ, ταυτόχρονα κάλυψε και ένα μεγάλο πολιτικό κενό στον κεντροδεξιό και δεξιό χώρο, αυτό της οικονομικής και εθνι(κιστι)κής αντιπαράθεσης στο μνημόνιο. Πριν συγκροτηθεί αυτο το νέο κόμμα, μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, με αρκετή έκπληξη, αρκετούς δεξιούς πολιτικά ψηφοφόρους σε συζητήσεις και σε απόψεις που διατύπωναν εντός και εκτός διαδικτύου (μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ιστολόγια, αναδυόμενες σελίδες πληροφόρησης/επικαιρότητας) να στρέφονται, να επικαλούνται και να αποτείνονται σε αριστερές κομματικές παρατάξεις, παρά τις “πατριωτικές” πολιτικές τους καταβολές. Άμα τη εμφανίσει των Ανεξάρτητων Ελλήνων, αυτοί οι πολίτες και ψηφοφόροι βρήκαν έναν πιο οικείο και συγγενικό πολιτικό χώρο για τη στέγαση των αντιθέσεών τους στην εφαρμοζόμενη πολιτική. Με τον τρόπο αυτό, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, ταυτόχρονα με την προσέλκυση ψηφοφόρων της ΝΔ κατάφεραν να ανακόψουν και μια δυναμική ενίσχυσης των κομμάτων της αριστεράς και διαρροής δεξιών ψηφοφόρων προς αυτά. Αυτό που μένει να αποδειχθεί είναι αν τα μέλη των Ανεξάρτητων Ελλήνων θα χρησιμοποιήσουν την εκλογή τους και την άνοδο του δεξιού αντι-μνημονιακού ρεύματος για να διαπραγματευτούν την επάνοδό τους στη “μεγάλη” δεξιά παράταξη ή θα εμμείνουν σε αυτή τη θέση, δεδομένης και της πτωτικής πορείας της ΝΔ, είτε αναμένοντας νέες ευκαιρίες επαναπροσέγγισης στο μέλλον, που δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί, είτε προσπαθώντας να συγκροτήσουν έναν πιο μετριοπαθή (οικονομικά) φιλελεύθερο πόλο με πιο έντονες εθνικιστικές αναφορές-με πιο έντονο λαϊκό χαρακτήρα· σε αυτή τη περίπτωση θα ανέκοπταν και μια διαρροή ψηφοφόρων προς την άκρα δεξιά της Χρυσής Αυγής.
Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και ο σχηματισμός της ΔΗΜΑΡ σίγουρα δεν ξάφνιασε αυτούς που παρακολουθούσαν τα πεπραγμένα του κόμματος και ίσως να ωφέλησε τον ΣΥΡΙΖΑ, μειώνοντας τις εσωτερικές του εντάσεις και διχογνωμίες και συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας πιο συνεκτικής ταυτότητας. Η διάσπαση έγινε με όρους έντασης μεταξύ μιας ουτοπικής και άγονης αριστερής κριτικής και μιας ρεαλιστικής αριστερής κυβερνητικής πρότασης. Ταυτόχρονα, η ΔΗΜΑΡ αξιοποίησε την εκτίμηση προς το πρόσωπο του αρχηγού της και σταδιακά κατάφερε να ενσαρκώσει ένα όραμα του ΠΑΣΟΚ του ’80, ελκύοντας βουλευτές και ψηφοφόρους του πρώην κυρίαρχου κεντρο-αριστερού κόμματος και να εκτοξευτεί δημοσκοπικά κοντά στο 20%. Αυτή η προοπτική απορρόφησης μελών ενός απαξιωμένου κόμματος στοίχισε της ΔΗΜΑΡ, πλήττοντας την αξιοπιστία της και αναδεικνύοντάς την ως πιθανή “κερκόπορτα” ενός εξαρτημένου από/στην εξουσία συστήματος. Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με την υπερπροβολή του προσώπου του Κουβέλη στο δρόμο προς τις εκλογές, που ερμηνεύθηκε ως ανεπιτυχής επιχείρηση άρσης εντυπώσεων / προσπάθεια προβολής ενός πιο “αριστερού” χαρακτήρα, έφθειρε τη ΔΗΜΑΡ, μειώνοντας τα ποσοστά της σε ένα χαμηλότερο από τις προσδοκίες, αλλά καταλυτικό για όλους τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, 6,10%.
Το ΚΚΕ θα μπορούσε να θεωρηθεί ταυτόχρονα και ως χαμένο και ως κερδισμένο των εκλογών. Η εκλογική αναμέτρηση αποτέλεσε μια εκλογική αποτυχία στο βαθμό που σε ένα περιβάλλον δεκτικό προς τα αριστερά πολιτικά προτάγματα, το ΚΚΕ δεν κατόρθωσε παρά να αυξήσει οριακά τα ποσοστά του. Η αναμέτρηση κρίνεται επιτυχής στο βαθμό που εμμένοντας σε μια πρόταση εξόδου από την ΕΕ και την Ευρωζώνη, το μόνο κόμμα με τέτοιες θέσεις μεταξύ των κοινοβουλευτικών δυνάμεων, και παρά την άνοδο και των δύο άλλων κομμάτων της αριστεράς, κατόρθωσε να μην σημειώσει απώλειες προς ΔΗΜΑΡ και ΣΥΡΙΖΑ αλλά και να αυξήσει, αν και ελάχιστα, την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση. Η επίμονη άρνηση της συνεργασίας με ΔΗΜΑΡ και ΣΥΡΙΖΑ επίσης θα μπορούσε να του έχει στοιχίσει εκλογικά, αναδεικνύοντάς το ως δογματικό και ανταγωνιστικό προς τις άλλες αριστερές δυνάμεις. Θα ήταν παρόλαυτά δύσκολο για το ΚΚΕ να κάνει στροφή 180 μοιρών χαρίζοντας τα ποσοστά του σε ένα φιλο-ευρωπαϊκό/ευρωζωνικό στρατόπεδο, υποχρεωνόμενο στους πιο επώδυνους συμβιβασμούς για τη πολιτική του βάση με αντάλλαγμα μια αόριστη προσδοκία “προοδευτικών” μεταρρυθμίσεων στο μέλλον, διατηρώντας τις πολιτικές δεσμεύσεις που συνεπάγεται η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Θα σηματοδοτούσε, επίσης, μια ριζική απόκλιση σε επίπεδο αναλυτικό και τακτικό όσο και στρατηγικό η μεταχείριση και διαχείριση κοινωνικών και ιδεολογικών ζητημάτων με κοινοβουλευτικούς όρους. Αρνούμενο να ρισκάρει πολιτικά, το ΚΚΕ ούτε κέρδισε ούτε έχασε τον εκλογικό αγώνα. Όσον αφορά τις ισορροπίες στο εσωτερικό της αριστεράς και την απώλεια της πρωτοκαθεδρίας του θα πρέπει ίσως να εκτιμηθεί βάσει των αναμενόμενων εξελίξεων και πολιτικών μετασχηματισμών που δεν έχουν παγιωθεί ακόμη.
Αναμφισβήτητος νικητής των εκλογών ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Κατάφερε στη βάση της πρότασης για “κυβέρνηση της αριστεράς” να ανατρέψει τις σταθερές της σχέσης του με τη ΔΗΜΑΡ, αναδεικνυόμενος αντί αυτής στη θέση της “κυβερνώσας αριστεράς”, και με όχημα το ιστορικό αίτημα της “ενωμένης αριστεράς” μπόρεσε να κερδίσει το ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα στις σχέσεις του με ένα στατικότερο και αυταρχικό στους δεσμούς του με τις άλλες αριστερές δυνάμεις ΚΚΕ. Μεγάλο μέρος της νίκης αυτής του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να πιστωθεί και στο πρόσωπο του Αλ. Τσίπρα: πιο νέος και δυναμικός σε σχέση με τις συνήθεις “κουρασμένες” φιγούρες των επικεφαλής των ΔΗΜΑΡ και ΚΚΕ, χωρίς τον συντηρητισμό και αστικό καθωσπρεπισμό του Φ. Κουβέλη και δίχως τη λεκτική δυσκινησία της Αλ.Παπαρήγα, στα μάτια νέων ανέργων και εργασιακά απαξιωμένων επαγγελματιών που δεν βλέπουν τη γενιά τους να εκπροσωπείται στα πολιτικά πράγματα, ο Αλ.Τσίπρας αποτελεί την προτιμητέα, αν όχι την εμφανή, επιλογή. Είναι επίσης σαφές πως με το πρόταγμα μιας αριστερής κυβέρνησης, τα κόμματα της οποίας έχουν φθαρεί λιγότερο και έχουν στοχοποιηθεί σε μικρότερο βαθμό από την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, δημιούργησε μια προσδοκία και μια απτή κι εφικτή προοπτική εναλλακτικής διακυβέρνησης και μπόρεσε, έτσι, να φέρει ξανα την αριστερά στο προσκήνιο του πολιτικού στίβου, πέρα από το ακτιβιστικό-κοινωνικό επίπεδο και σε εκλογικό και κοινοβουλευτικό.
Η τακτική ήταν σοφά συγκροτημένη ώστε να αποφέρει κέρδη σε κάθε πιθανό ενδεχόμενο. Προεκλογικά το αίτημα της συμπόρευσης των αριστερών δυνάμεων ήταν ιδιαίτερα φιλόδοξο: δεδομένων των μεγάλων αποκλίσεων μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ στο καίριο ζήτημα της παραμονής ή της εξόδου από την Ευρωζώνη και των φιλοδοξιών της ΔΗΜΑΡ για ισχυρή αυτόνομη παρουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να αποκομίσει τα οφέλη της πρότασης αυτής παρά / λόγω ακριβώς της αναμενόμενης άρνησης των δύο άλλων αριστερών κομμάτων. Στην περίπτωση αποδοχής της, θα μπορούσε πάλι να προσδοκά τα μεγαλύτερα οφέλη, έχοντας ωθήσει τις δύο δυνάμεις, εξ αριστερών το ΚΚΕ και εκ δεξιών τη ΔΗΜΑΡ, πιο κοντά στις δικές του θέσεις – παραμένοντας το ίδιο πιο κοντά στον “φυσικό” του χώρο, συνεπώς πιο στέρεο στη κομματική του βάση – και να διεκδικήσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή τη συμμαχία. Αυτή η εξέλιξη, ακόμη κι αν δεν δικαιωνόταν εκλογικά, θα αναμόρφωνε τον πολιτικό χάρτη της αριστεράς πιθανότατα προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ. Μετεκλογικά, όντας μια αρκετά φιλόδοξη πρόταση και πάλι θα απέφερε οφέλη στον ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε πιθανή έκβαση: αν δεν συγκέντρωνε το απαραίτητο εκλογικό ποσοστό, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κέρδιζε το ηθικό προβάδισμα και τη σύγκλιση των άλλων δυνάμεων προς τις θέσεις του, ενώ αν ευοδωνόταν η προσπάθεια, ο ΣΥΡΙΖΑ θα γινόταν ο ρυθμιστής των εξελίξεων, τηρητής της ευρωπαϊικής πορείας της χώρας – επιλογή/συνθήκη της ευρύτερης εκλογικής στήριξης του συνασπισμού – και μιας ριζοσπαστικότερης και πιο ακτιβιστικής πολιτικής πρακτικής σε σχέση με τη ΔΗΜΑΡ· αν κάποιο από τα δύο άλλα κόμματα, απογοητευμένο από την εφαρμοζόμενη πολιτική αποφάσιζε να αποσυρθεί από τον συνασπισμό, θα επωμιζόταν και το βάρος αυτής της απόφασης, ενδεχομένως στιγματιζόμενο υπονομεύοντας τη μετέπειτα πορεία του. Τα παραπάνω, βέβαια, προϋποθέτουν την έλλειψη φόβου άσκησης εξουσίας που σίγουρα είναι καλό να γνωρίζει κανείς ότι δεν υπάρχει. Αν τα δύο άλλα κόμματα αρνηθούν τη συνεργασία μετεκλογικά, πάλι θα διατηρήσει το ηθικό/πολιτικό πλεονέκτημα με άλλοθι μια πρόταση που μπορεί από την αρχή να ήταν καταδικασμένη.
Από το σημείο αυτό και πέρα όμως, αρχίζουν και οι προκλήσεις για το ΣΥΡΙΖΑ. Ο λόγος είναι ότι η κρίση που βίωσαν οι πολίτες στην αποκαλούμενη “Δύση” τα τελευταία χρόνια είναι μια κρίση δημοκρατίας που αφορά τον πυρήνα του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος άσκησης εξουσίας και του καπιταλιστκού οικονομικού συστήματος που τείνει να ενισχύει τις κοινωνικές και οικονομικές αντιθέσεις. Ήταν μια κρίση δημοκρατικής εκπροσώπησης της κοινωνίας στις πολιτικές αποφάσεις που οδήγησε σε έλλειμμα οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης – όσο ήταν ιστορικά και η έλλειψη οικονομικής δικαιοσύνης που κατέστησε δυνατή την παραγνώριση της δημοκρατικής βούλησης στη λήψη των αποφάσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ με το πρόταγμα/πρόσκληση μιας “κυβέρνησης της αριστεράς”, δηλαδή των αριστερών κομμάτων και της αριστερής πολιτικής και για τα αριστερά κόμματα και για την αριστερή πολιτική, αφενός πιέζει το ΚΚΕ να αγνοήσει τις θέσεις των πολιτών που το ψήφισαν για έξοδο από το ευρώ κι αφετέρου αναγκάζει ορισμένες συνιστώσες του ίδιου του συνασπισμού του σε αυτολογοκρισία, με τη προσδοκία της συγκρότησης ενός πολιτικού σχηματισμού που θα συγκεντρώσει περισσότερους ψήφους πολιτών από αυτούς που στην πραγματικότητα εκπροσωπεί ιδεολογικά, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, και που θα κινηθεί δεξιότερα πολιτικά απ’ όσο ορίζουν οι δημοκρατικές εσωκομματικές διαδικασίες. Κινούμενος σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να ανασυγκροτήσει με νέους όρους και σε νέες συνθήκες ένα κόμμα δημοσίων σχέσεων που με αριστερές εξαγγελίες – σε ένα κοινό δεκτικό προς αυτή τη ρητορική σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή – επιχειρεί να κερδίσει την εκλογική στήριξη ενός μεγάλου αιρθμού πολιτών, αφήνοντας στη συνέχεια στις εσωτερικές κλίκες την χάραξη της πολιτικής του κόμματος, κρατώντας έτσι δέσμιες όλες τις δυνάμεις που το στήριξαν. Ένα κόμμα δηλαδή σαν το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80.
Η εκρηκτική εκλογική άνοδος της Χρυσής Αυγής, αν και ιδιαίτερα δυσάρεστη, δεν θα έπρεπε ίσως να εκπλήσσει. Παρά την πορεία που διένυσε πολιτικά η χώρα από τη δικτατορία μέχρι σήμερα, ένα ικανό ποσοστό της κοινωνίας διατήρησε ακροδεξιές, ακρο-εθνικιστικές και απολυταρχικές απόψεις. Η ηθική, πολιτική, κοινωνική απονομιμοποίηση των ιστορικών μορφωμάτων αυτής της πολιτικής στάσης ήταν αρκετή για ωθήσει τους υπερασπιστές και απολογητές τους στο περιθώριο ή σε μια πολιτική υποκριτικής προσέγγισης με το κατεστημένο στο πλαίσιο της δημοκρατικής αναμόρφωσης. Οι ιστορικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα παράλληλα με την άνοδο του νεο-φιλελευθερισμού, η οικονομική παγκοσμιοποίηση, η απελευθέρωση της ροής κεφαλαίων και ανθρώπων/εργαζομένων, η κυριαρχία του τραπεζικού συστήματος με τις συνέπειες που είχε στην οικονομική πολιτική και διακυβέρνηση, μια νέα επίταση της αστικοποίησης και η παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα που βασίστηκε σ’ αυτή, δεν είχε ως αποτέλεσμα μόνο την επικαιροποίηση των ιστορικών αιτημάτων της αριστεράς, αλλά και την ισχυροποίηση μιας φασίζουσας αντίληψης της εθνικής ταυτότητας και κουλτούρας, της πολιτικής πράξης και του πολιτικού λογου. Η διλογία και η διπραξία των ακρο-κεντρώων δυνάμεων που υπήρξαν οι φορείς του νεοφιλελευθερισμού και κυβέρνησαν τη χώρα – πχ εθνικιστικές κορώνες στις διμερείς ελληνο-τουρκικές σχέσεις και συγκαταβατική προσέγγιση με τη γείτονα για τις απαιτήσεις των στραγητικών σχεδιασμών στη Μεσόγειο, η στοχοποίηση των θυμάτων των πολέμων των δυτικών συμμαχιών ως δημογραφικών/οικονομικών/θρησκευτικών εισβολέων και η αρνητική για τα συμφέροντα της Ελλάδας υπογραφή συμβάσεων επαναπροώθησης στις χώρες εισόδου, η κάλπικη θεοσεβούμενη συμπεριφορά και προσέγγιση με τον κλήρο και η διαφθορά για την ικανοποίηση πολιτικών και οικονομικών επιδιώξεων – σε όλα τα θέματα προς τα οποία είναι ευαίσθητη η συνείδηση των ακροδεξιών δυνάμεων, αναζωπύρωσε το μίσος τους και όπλισε το χέρι τους.
Εκτός του ότι οι κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις αφενός προκάλεσαν κι αφετέρου νομιμοποίησαν την βίαιη αντίδραση των ακροδεξιών δυνάμεων, τις έθρεψαν για πολύ καιρό στο κόρφο τους για τις δικές τους σκοπιμότητες ως αναχώματα στην άνοδο της αριστεράς. Ιστορικά αποτελούν μέρος των λεγόμενων “stay-behind groups“, των ένοπλων θυλάκων που υποτίθεται πως θα αντιστέκονταν και θα επιτίθονταν, πίσω από τις γραμμές, στους σοβιετικούς αν εισέβαλαν στην Ευρώπη. Πρακτικά όμως χρησιμοποιήθηκαν για την καταστολή των αριστερών κινημάτων και κομμάτων, με βίαιες και δολοφονικές επιθέσεις και με προβοκάτσιες για την τρομοκράτηση των πολιτών και την ανακοπή της ανόδου των αριστερών δυνάμεων. Οι σύγχρονες σχέσεις της ΕΛ.ΑΣ με τη Χρυσή Αυγή καταγράφηκαν και σε έρευνα του 2004 της Κρατικής Ασφάλειας την οποία δημοσιοποίησε η εφημερίδα “Τα Νέα”. Στην έκθεση αυτή η Ασφάλεια διαπίστωνε πως “τα περισσότερα μέλη της Χρυσής Αυγής οπλοφορούν παράνομα, προμηθευόμενοι όπλα από βουλευτές (σύμφωνα με την έκθεση οι βουλευτές προέρχονται από τη Ν.Δ.) και παρουσιάζονται ως συνοδοί τους“. Ο αδελφός καταζητούμενου, εκείνη την εποχή στελέχους της Χρυσής Αυγής, ήταν στη συνοδεία πολύ γνωστού βουλευτή. Σε άλλο σημείο της έκθεσης επισημάνθηκε πως “η Χρυσή Αυγή διατηρεί ακόμη και σήμερα πολύ καλές σχέσεις και επαφές με εν ενεργεία αξιωματικούς και μόνιμους υπαξιωματικούς του στρατού, αλλά και με απόστρατους […] H Αστυνομία τούς προμήθευε με ασυρμάτους και κλομπ στο παρελθόν, στις μαζικές διαδηλώσεις, στις επετείους κυρίως της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αλλά και σε εκδηλώσεις του “αριστερίστικου και αναρχικού χώρου” για να εμφανίζονται ως “αγανακτισμένοι” πολίτες και να προκαλούν επεισόδια“. Για ένα ιστορικό των “συγκοινωνούντων δοχείων” ΕΛ.ΑΣ – Χρυσής Αυγής δείτε εδώ. Το βεβαρημένο ποινικό μητρώο αρκετών μελών της οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένου και του Ηλία Κασίδιαρη, και η εν γένει στενή διασύνδεση των μελών της με τον υπόκοσμο (πρόσφατα ο επικεφαλής, Μιχαλολιάκος Νίκος αποδείχτηκε πως είναι συνιδιοκτήτης σε “ροζ ξενοδοχείο”) σε συνδυασμό με την έλλειψη διώξεων σε βάρους τους, μαρτυρεί τις προνομιακές τους σχέσεις με τις υπηρεσίες ασφαλείας και την αστυνομία. Ακόμη κι όμως αν τέτοιες οργανώσεις χρησιμοποιούνται απο την καθεστηκυια πολιτική τάξη, ο οπλισμός τους και η περιβολή τους με ένα καθεστώς ασυλίας δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε σε περιόδους κρίσης και ιδεολογικής επανανομιμοποίησης των θέσεων και των πρακτικών τους να θεωρήσουν πως μπορούν να αυτονομηθούν.
Επιστρέφοντας στο μετεκλογικό τοπίο και στα διδάγματα/μηνύματα των χθεσινών εκλογών, μπορεί με ασφάλεια να διαπιστώσει κανείς πως ο δικομματισμός, η εναλλαγή στην εξουσία δύο πολιτικά συγκλινόντων κομματικών σχηματισμών που εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή των ίδιων κυρίαρχων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, τουλάχιστον όπως τον ξέραμε, έφτασε στο τέλος του. Τα δύο κόμματα αυτού του διπόλου συνέπεσαν πολιτικά σε τέτοιο βαθμό που αδυνατούν πλέον να αναπαράγουν τη δυϊστική αντίθεση – όρο της ύπαρξή τους, και ταυτίστηκαν πολιτικά σε επίπεδο μέτρων αλλά και στις συνειδήσεις του ελληνικού λαού, ωθούμενα στη συνεργασία για τη διατήρηση της εξουσίας. Ταυτόχρονα, με τη πολιτική και τις εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ, ταυτόχρονα με την αυτονόμηση κάποιων δυνάμεων από το ΠΑΣΟΚ, αναδύεται ένας νέος κεντρο-αριστερός πόλος για τη διεκδίκηση της εξουσίας.
ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΔΗΜΑΡ, ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητοι Έλληνες στρέφονται σε εναλλακτικές εκδοχές του σεναρίου της “κυβέρνησης εθνικής ενότητας/σωτηρίας” βάσει διαφορετικών κριτηρίων συνεργασίας που εκφράζουν τόσο την αδράνεια των υπαρχόντων διαχωρισμών, όσο και τη ροπή συγκρότησης νέων: ευρωπαϊκή προοπτική Ή αντι-μνημονιακή στάση & ευρωπαϊκή προοπτική Ή ευρωπαϊκή προοπτική & αντι-μνημονιακή στάση & αριστερή διακυβέρνηση. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ επιχειρούν να δώσουν έμφαση στο δίλημμα εντός ή εκτός ευρώ ανεξαρτήτως μνημονιακής τοποθέτησης, με το ΠΑΣΟΚ να προσπαθεί να διατηρήσει κάτι από την αύρα της αριστεράς (θέτοντας ως όρο για τη συμμετοχή τους σε κυβέρνηση με τη ΝΔ τη συμμετοχή και των ΣΥΡΙΖΑ και ΔΗΜΑΡ) οι Ανεξάρτοιτοι Έλληνες αναδεικνύουν την αντι-μνημονιακή στάση ως απαράβατο όρο σύμπραξης πρόσθετο στην ευρωπαϊκή πορεία, και τέλος ΔΗΜΑΡ και ΣΥΡΙΖΑ επιχειρούν να διατηρήσουν το ηθικής και πολιτικής βαρύτητας προσδιορισμό της “αριστεράς” ως διακριτικό χαρακτηριστικό κάθε συνεργασίας και δηλώνουν πως δεν θα αναζητήσουν ψήφο εμπιστοσύνης/ανοχής πχ από το ΠΑΣΟΚ, αλλά από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ή των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Το ΚΚΕ βλέποντας πως με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και μια μικρή διάσπαση του ΠΑΣΟΚ συγκροτείται ένας νέος κεντρο-αριστερός άξονας, πιθανότατα θα διατηρήσει για λόγους ιδεολογικής αρχής αλλά και πολιτικής στραγητικής και συνοχής το ρόλο του κομμουνιστικού αντι-συστημικού κόμματος για την εξισορρόπηση του πολιτικού σκηνικού και τη προώθηση της πολιτικής του (το προηγούμενο της ενσωμάτωσης κομμουνιστικών κινημάτων σε πιο κεντρώους σχηματισμούς στην Ευρώπη, δεν μπορεί να θεωρηθεί θετικό). Ίσως η προώθηση μιας πιο μετριοπαθούς πλατφόρμας από τον ΣΥΡΙΖΑ να οδηγήσει ορισμένες συνιστώσες του σε απόσυρση από τον σχηματισμό, δημιουργώντας προϋποθέσεις ενσωμάτωσης αυτών των δυνάμεων
Αν δεν υπάρξουν απώλειες και μετακινήσεις στον τρέχοντα αριθμητικό καταμερισμό των εδρών στα κόμματα, δεδομένου ότι επί του παρόντος δεν συγκροτείται εύκολα πλειοψηφία, δεν θα πρέπει να αποκλειστούν οι επαναληπτικές εκλογές. Πολύ πιθανή σε ένα τέτοιο σενάριο είναι η κοινή κάθοδος ΔΗΜΑΡ και ΣΥΡΙΖΑ και επίσημη/ανεπίσημη στήριξη και καταμερισμός των κομμάτων που δεν κατάφεραν να μπουν στη Βουλή στο νέο διαμορφούμενο δίπολο “μνημόνιο / αντι-μνημόνιο”. Ενδεχομένως μια τέτοια λύση να χρησιμοποιηθεί και για την προσπάθεια κοινοβουλευτικής αποδυνάμωσης της Χρυσής Αυγής.