Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της εποχής της κρίσης και των μνημονίων είναι αναμφισβήτητα το πεδίο έντασης που δημιουργήθηκε μεταξύ των υιοθετηθέντων (επιβληθέντων) μέτρων και του ελληνικού Συντάγματος. Πολλές νομοθετικές επιλογές κινήθηκαν στα όρια του Συντάγματος, σε ορισμένες δε περιπτώσεις μάλλον τα υπερέβησαν, ιδίως σε ό,τι αφορά την υποβάθμιση πτυχών της εθνικής κυριαρχίας, των συλλογικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά και της αυτοδιοίκησης των Πανεπιστημίων.
Όλα τα ανωτέρω αντιμετωπίσθηκαν υπό το πρίσμα ενός ιδιότυπου «δικαίου της ανάγκης», το οποίο προβλήθηκε κατά κόρον –υπό την πίεση και των ασφυκτικών οικονομικών συνθηκών– και εν τέλει φαίνεται ότι επικράτησε (σε αυτό πάντως, «βοήθησαν» θα λέγαμε και όσοι ήγειραν τα σχετικά ζητήματα συνταγματικότητας, καθώς στην πλειονότητά τους κινήθηκαν με κραυγές και οιμωγές που πόρρω απέχουν από έναν νηφάλιο συνταγματικό λόγο, δημιουργώντας ή συντείνοντας στο να δημιουργηθεί ένα κλίμα διάχυτου συνταγματικού λαϊκισμού).
Ωστόσο, εν όψει των επικείμενων εκλογών ανακύπτει ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα συνταγματικότητας, που αφορά το ίδιο τον εκλογικό νόμο. Όπως είναι γνωστό, στις εκλογές αυτές θα ισχύσει ο «νόμος Παυλόπουλου», ο οποίος γενικά εμφανίζεται σαν μια παραλλαγή του «νόμου Σκανδαλίδη». Ο τελευταίος, που εφαρμόσθηκε στις προηγούμενες εκλογές, έχει κριθεί, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία, ως κατ’αρχήν συνταγματικά θεμιτός, διότι καθιερώνει ένα σύστημα ενισχυμένης αναλογικής το οποίο διασφαλίζει τόσο την ικανοποιητική αντιπροσώπευση στη Βουλή των μικρών κομμάτων, με την πλήρως αναλογική κατανομή των 260 εδρών, (εφ’όσον βέβαια αυτά υπερβούν το εκλογικό κατώφλι του 3%) όσο και την κυβερνητική σταθερότητα, με την καθιέρωση ενός εκλογικού δώρου (bonus) 40 εδρών για το πρώτο κόμμα, προκειμένου να αποκτήσει αυτοδυναμία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το εν λόγω εκλογικό σύστημα είναι το δικαιότερο που εφαρμόσθηκε στην μεταπολίτευση, με την παρατήρηση πάντως, που είναι κρίσιμη για την συγκυρία, ότι θα λειτουργεί στη χώρα ένας ισχυρός και αδιαφιλονίκητος δικομματισμός, όπως συνέβαινε έως τις τελευταίες εκλογές.
Ωστόσο, είναι γνωστό, βάσει όλων των τελευταίων δημοσκοπικών ευρημάτων, ότι η κατάσταση έχει ανατραπεί άρδην σε ό,τι αφορά την ισχύ των δύο κομμάτων που κυβερνούσαν έως τώρα τη χώρα. Αυτό, σε συνδυασμό με δύο κρίσιμες αλλαγές που επέφερε στον προηγούμενο νόμο ο ισχύων πλέον «νόμος Παυλόπουλου», θέτει επί τάπητος ένα σοβαρότατο ζήτημα συνταγματικότητας, το οποίο παρουσιάζει τρείς επί μέρους πλευρές. Ειδικότερα:
Ήδη από την περίοδο ψήφισης του εκλογικού νόμου είχε επισημανθεί –από τον γράφοντα («Ελευθεροτυπία»: 27.11.2007, «Αυγή»: 16.12.2007, «Βήμα της Κυριακής»: 3.2.2008) αλλά και από άλλους συναδέλφους– ότι ο «νόμος Παυλόπουλου» είναι αντισυνταγματικός και ως προς τα δύο σημεία στα οποία διαφοροποιήθηκε από τον «νόμο Σκανδαλίδη».
Πρώτον, διότι εισάγει χωρίς κανένα κριτήριο –ή μάλλον με μόνο κριτήριο τις μικροκομματικές σκοπιμότητες– μια διακριτική μεταχείριση των μεμονωμένων κομμάτων σε σχέση με τους συνδυασμούς και δεύτερον διότι υποβιβάζει το όριο της αυτοδυναμίας σε επίπεδα που προσιδιάζουν μόνο σε πλειοψηφικά και όχι σε αναλογικά συστήματα (υπό προϋποθέσεις 36-37%), παραβιάζοντας, και σε αυτό το σημείο, την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου.
Ως προς το πρώτο ζήτημα, που είναι και το πλέον κραυγαλέο, σε αυτές τις εκλογές θα μπορούσε να παρατηρηθεί το εξής συνταγματικά παράλογο: να συνασπισθούν οι λεγόμενες «αντιμνημονιακές» δυνάμεις και να λάβουν πχ το 55% των εδρών αλλά να μην δικαιούνται το δώρο των 50 εδρών, το οποίο θα το λάβει, βάσει του ισχύοντος εκλογικού νόμου, το πρώτο από τα δύο μεγάλα κόμματα, που ενδέχεται να λάβει μόνο τις μισές ψήφους. Μια τέτοια διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος θα οδηγούσε σε προκλητική «νόθευση της λαϊκής ετυμηγορίας» αλλά και σε παραβίαση των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας, της ισοδυναμίας της ψήφου και της ίσης μεταχείρισης των κομμάτων, όπως είχε επισημάνει ο αείμνηστος Αριστόβουλος Μάνεσης, ως Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής (βλ. την σχετική έκθεση στο περιοδικό «Το Σύνταγμα», 1991, σ. 34 επ.) αλλά και είχαν δεχθεί οι αποφάσεις 32-35/1995, του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ως Εκλογοδικείου).
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, θα αρκεσθώ να επαναλάβω ότι το να μπορεί κάθε κυβέρνηση να ανεβάζει αυθαίρετα κάθε φορά την εκλογική πριμοδότηση, όπως συνέβη εν προκειμένω, για να ισοφαρίζει τις απώλειες του δικομματισμού, αντίκειται ευθέως στην λαϊκή κυριαρχία και φανερώνει μια βαθύτατα ολιγαρχική νοοτροπία. Το εκλογικό σύστημα εκφεύγει από την βασική του στόχευση, που πρέπει προεχόντως να είναι η πιστότερη δυνατή αντιστοίχηση του αντιπροσωπευτικού σώματος με την λαϊκή βούληση, και υποτάσσεται –με την καταχρηστική επίκληση της θεμιτής μεν αλλά υπό όρους μέριμνας για διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας– στην λογική ενός θεσμικού πατερναλισμού, που εκπορεύεται από κάποιους “φωτισμένους” ιθύνοντες, οι οποίοι διεκδικούν κατ’ αποκλειστικότητα και εξ υποκαταστάσεως την γνώση περί του τι συμφέρει στην Δημοκρατία και τους πολίτες , νομοθετώντας πάντως εις βάρος των δικαιωμάτων τους…
Ωστόσο, το μείζον ζήτημα που θα ανακύψει σε αυτές τις εκλογές ξεπερνά στην πράξη την προβληματικότητα των άλλων δύο και θέτει με ακόμη εντονότερους όρους το ζήτημα της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου. Το ζήτημα αυτό είχε επισημανθεί μεν από τον γράφοντα στα παλαιότερα κείμενα που προαναφέρθηκαν αλλά κανείς δεν μπορούσε τότε να προβλέψει τις σημερινές εξελίξεις ως προς το πολιτικό σκηνικό, οι οποίες θέτουν πλέον εντελώς διαφορετικούς όρους στην αξιολόγηση του ισχύοντος εκλογικού συστήματος. Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο συγκεκριμένα:
Για την αντιμετώπιση των παθογενειών του «νόμου Παυλόπουλου», ιδίως ως προς την παραβίαση της ισοδυναμίας της ψήφου, είχα προτείνει, εκτός από την κατάργηση της διάκρισης κομμάτων και συνδυασμών, να μην ισχύει και το εκλογικό δώρο των 50 εδρών αν το πρώτο κόμμα δεν συγκεντρώνει ποσοστό πάνω από ένα υψηλό όριο (πχ 42-44%) και ταυτόχρονα αν δεν απέχει τουλάχιστον δύο ποσοστιαίες μονάδες από το δεύτερο (με άλλα λόγια, είχα προτείνει το σύστημα να είναι κατ’αρχήν απλή αναλογική αλλά να μεταπίπτει υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, αν δηλαδή αυτή είναι η βούληση του εκλογικού σώματος, σε ενισχυμένη αναλογική). Ωστόσο, εν όψει των προβλημάτων που θα αναφυούν σε αυτές τις εκλογές λόγω της αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών, η κατάργηση του εκλογικού δώρου αναδεικνύεται πλέον σε μονόδρομο και για τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, προκειμένου να διασωθεί η συνταγματικότητά του. Και εξηγούμαι:
Όταν ψηφίσθηκε τόσο ο «νόμος Σκανδαλίδη» όσο και ο «νόμος Παυλόπουλου» ο εκλογικός νομοθέτης είχε κατά νουν έναν εκλογικό νόμο ο οποίος αφορούσε μια δεδομένη κατανομή της εκλογικής δύναμης στην οποία δέσποζε ο δικομματισμός. Για τον πρώτο εκλογικό νόμο θεωρήθηκε αυτονόητο ότι τουλάχιστον το ένα κόμμα θα υπερέβαινε το 42%, ενώ για τον δεύτερο, ο (μικροκομματικός) σχεδιασμός εστιάσθηκε στον αποκλεισμό εκλογικών συνασπισμών και στον ενδεχόμενο υποβιβασμό της δύναμης του πρώτου κόμματος λίγο κάτω από το 40%. Η μεγάλη αστοχία του συστήματος, βέβαια, που γεννά και το θέμα της συνταγματικότητας, είναι ότι κανείς από τους εμπνευστές των νόμων δεν μπορούσε να διανοηθεί ένα πρώτο κόμμα ενδεχομένως κάτω από το 30% και ένα δεύτερο κόμμα ενδεχομένως κάτω από 20%, δηλαδή έναν συσχετισμό σαν αυτόν που φαίνεται να διαμορφώνεται με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Αυτή η αστοχία, όμως, μπορεί να έχει τραγελαφικές συνέπειες στις επικείμενες εκλογές, που θα θέσουν σε ισχυρή δοκιμασία την συνταγματική μας τάξη:
Η πρώτη συνέπεια είναι το ότι ένα τέτοιο πρώτο κόμμα, με ποσοστό κάτω από -ή έστω και γύρω στο- 30%, θα λάβει ένα εκλογικό δώρο που δεν εξυπηρετεί κανένα θεμιτό εκλογικό σκοπό, αφού η αυτοδυναμία σε καμία περίπτωση δεν θα είναι εφικτή. Με άλλα λόγια θα παραβιασθεί η αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου χωρίς να συντρέχει κανείς σοβαρός λόγος δημοσίου συμφέροντος, και ιδίως χωρίς να συντρέχει ο λόγος της κυβερνητικής σταθερότητας, τον οποίο θέτει ως απαρέγκλιτη προϋπόθεση η νομολογία των εκλογικών δικαστηρίων. Αυτό μάλιστα θα μπορούσε να συμβεί, επιτείνοντας τον θεσμικό παραλογισμό, ακόμη και σε περίπτωση που το πρώτο κόμμα θα λάμβανε 25,9% και το δεύτερο 25,8%…
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη συνέπεια, ακόμη σημαντικότερη, την οποία θεωρώ απαραίτητο να αναδείξω από τώρα:
Με βάση έναν εκλογικό συσχετισμό όπως αυτός που πιθανολογείται με βάση τις δημοσκοπήσεις, αν το δεύτερο κόμμα κινηθεί κάτω από το 25% θα λάβει βέβαιες έδρες μόνον σε διεδρικές και τριεδρικές εκλογικές περιφέρειες (διότι υπάρχει ρητή πρόβλεψη στον εκλογικό νόμο) ενδεχομένως δε και σε κάποια μονοεδρική, αν υπερισχύσει του πρώτου. Στις υπόλοιπες, όμως, οι έδρες που θα καταλάβει θα εξαρτηθούν αποκλειστικά και μόνο από την συμπλήρωση του εκλογικού μέτρου. Με άλλα λόγια, αν στις τετραεδρικές το δεύτερο κόμμα δεν λάβει τουλάχιστον 25% δεν θα δικαιούται καμία έδρα ενώ στις μεγαλύτερες περιφέρειες (μέχρι και τις επταεδρικές), εφ’όσον και πάλι κινηθεί κάτω από το 25%, θα δυσκολευτεί πάρα πολύ να κερδίσει περισσότερες από μια έδρες.
Αλλά το πρόβλημα δεν περιορίζεται εκεί. Με δεδομένο ότι η κατανομή των εδρών στα μικρά κόμματα γίνεται με βάση τον αριθμό των ψήφων τους και όχι με βάση το εκλογικό τους ποσοστό κατά περιφέρεια (άρα με δεδομένο ότι τα μικρά κόμματα καταλαμβάνουν προνομιακά έδρες στις πολύ μεγάλες περιφέρειες), είναι πολύ πιθανό το πρώτο κόμμα, με ποσοστό ακόμη και κάτω από 30%, να λάβει όλες τις έδρες στις τετραεδρικές (4 στις 4) και τον μέγιστο αριθμό σε άλλες πολυεδρικές, ακόμη και αν υπολείπεται εκεί του δεύτερου κόμματος (το οποίο, επαναλαμβάνω, θα λαμβάνει μόνο τις έδρες που του αναλογούν εφ’όσον συμπληρώνει το εκλογικό μέτρο). Κατόπιν όλων αυτών ερωτάται:
Είναι δυνατόν να θεωρηθεί συμβατός με το Σύνταγμα ένας εκλογικός νόμος ο οποίος, με το εκλογικό δώρο των 50 εδρών, όχι μόνον παραβιάζει, χωρίς αποχρώντα λόγο, την ισοδυναμία της ψήφου ως προς την κατανομή των εδρών μεταξύ των κομμάτων αλλά και συνεπάγεται πλήρη κατάργησή της σε ορισμένες εκλογικές περιφέρειες, επιτρέποντας σε ένα κόμμα με κάτω από 30% να καταλαμβάνει όλες τις έδρες τους;
Η άποψή μου είναι ξεκάθαρη. Ένας τέτοιος νόμος δεν μπορεί να σταθεί στα εκλογικά δικαστήρια, διότι υπερβαίνει κατά πολύ ακόμη και την πλέον συσταλτική ερμηνεία της ισοδυναμίας της ψήφου. Στο σημείο όμως αυτό, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς:
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Να κριθεί απλώς αντισυνταγματικός ο νόμος και να επαναληφθούν οι εκλογές με έναν νέο; Θα μπορούσε η χώρα να αντέξει κάτι τέτοιο στην κατάσταση που βρίσκεται;
Η απάντηση εν προκειμένω είναι απλή: προφανώς δεν πρέπει να τεθεί έτσι το ζήτημα, διότι τότε θα επικρατούσε και πάλι, ακόμη και αν δεν ομολογείτο, το «δίκαιο της ανάγκης». Υπάρχει λύση πολύ απλούστερη και αυτή δεν είναι άλλη από την «σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία». Για να το πούμε απλούστερα: για να διασωθεί η συνταγματικότητα του ισχύοντος εκλογικού συστήματος δεν πρέπει να κριθεί γενικά αντισυνταγματικός ο εκλογικός νόμος αλλά απλώς να μην ισχύσει το εκλογικό δώρο των 50 εδρών (όπως, άλλωστε, και η διάκριτική μεταχείριση σε βάρος των συνασπισμών, εφ’όσον όμως ανακύψει σχετικό ζήτημα στην πράξη). Όλα αυτά, βέβαια, εφ’όσον δεν διαψευσθούν τα έως τώρα προγνωστικά και δεν αναδειχθεί ένα κόμμα με τέτοιο ποσοστό που θα μπορούσε να του δώσει, προστιθεμένων των 50 εδρών, την αυτοδυναμία (δηλαδή με ποσοστό 36-40%, ανάλογα με την δύναμη των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής).
Σε κάθε άλλη περίπτωση, το να δοθεί το εκλογικό δώρο θα ήταν διπλά αντισυνταγματικό. Πρώτον γιατί θα έδινε στο πρώτο κόμμα, χωρίς αποχρώντα συνταγματικό λόγο, έδρες που δεν δικαιούται και δεύτερον διότι θα καταργούσε πλήρως, σε κάποιες εκλογικές περιφέρειες, την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου. Ως εκ τούτου, η μόνη πρόσφορη λύση θα ήταν το εκλογικό σύστημα να εφαρμοσθεί ως σύστημα ενισχυμένης αναλογικής υπό προϋποθέσεις. Εφ’όσον αυτές δεν συντρέξουν, δηλαδή εφ’όσον επαληθευθούν, έστω και κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, τα προγνωστικά, η μόνη ενδεδειγμένη λύση για να θεωρηθεί το εκλογικό σύστημα συνταγματικό είναι να εφαρμοσθεί –εν προκειμένω– ως σύστημα απλής αναλογικής, με την κατανομή όλων πλέον των εδρών ανάλογα με την εκλογική δύναμη των κομμάτων.
Ευχής έργον, βέβαια, θα ήταν αυτή η πρόταση να επιβληθεί τις αμέσως προσεχείς μέρες, με νόμο που θα ψηφίσουν όλα τα κόμματα (τυπικά χρειάζεται τα 2/3, αλλά είναι εύλογο ότι και όλα τα εντός Βουλής μικρά κόμματα ασμένως θα υπερψηφίσουν). Αν όμως δεν συμβεί αυτό και ανακύψει μετά τις εκλογές ο τραγέλαφος που σφόδρα πιθανολογείται (όχι μόνον από μένα αλλά και από όλους τους επαΐοντες) τότε τον γόρδιο δεσμό θα κληθεί να λύσει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Εκλογοδικείο), το οποίο ευελπιστώ ότι θα δώσει την μόνη λύση που μου φαίνεται ενδεδειγμένη: την ακύρωση του εκλογικού νόμου καθ’ό μέρος αφορά το εκλογικό δώρο των 50 εδρών –αλλά και την διακριτική μεταχείριση σε βάρος συνασπισμών, εφόσον καταλάβουν την πρώτη θέση– και την κατανομή όλων των εδρών με βάση την απλή αναλογική.