Το χωρίς ιστορικό προηγούμενο, στα διεθνή χρονικά, χθεσινό τηλεοπτικό πραξικόπημα ξεπερνάει κατά πολύ το ήδη σοβαρότατο – σε σημασία – κλείσιμο όλων των σταθμών της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και αγγίζει την ίδια την λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πρώτον, γιατί ελήφθη με βάση μια πράξη νομοθετικού περιεχομένου, απ αυτές που λαμβάνονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και τέτοια σίγουρα δεν ήταν η όποια κατάσταση στην ΕΡΤ, και δεύτερον γιατί η ΝΔ δεν διαθέτει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να περάσει ένα τέτοιο μέτρο, την στιγμή που δημοσίως διαφωνούν οι δύο άλλοι κυβερνητικοί εταίροι. Το κλείσιμο της ΕΡΤ παραβιάζει τον πλέον θεμελιώδη κανόνα της δημοκρατίας περί πλειοψηφίας και μειοψηφίας, και από αυτήν την άποψη συνιστά σαφέστατη αντιδημοκρατική εκτροπή.
Η περί τον Σαμαρά ακροδεξιά ομάδα που κινεί τα νήματα, λειτούργησε με την λογική του «ή τώρα ή ποτέ». Θεωρεί δηλαδή ότι, ιδιαίτερα μετά το φιάσκο της Gazprom και την μείωση των αναμενόμενων εσόδων από την ιδιωτικοποίηση που θεωρούσε σταθμό, η καταστροφική ύφεση της οικονομίας που έχει κρυφτεί πίσω από το πέπλο της τεχνητής αισιοδοξίας θα εκδηλωθεί ανοιχτά και με δραματικό τρόπο το φθινόπωρο.
Παράλληλα εκτιμά ότι το «ράγισμα του γυαλιού» της τρικομματικής κυβερνητικής συνοχής, όπως εκδηλώθηκε με αφορμή τον αντιρατσιστικό νόμο, δεν μπορεί να διορθωθεί, όταν μάλιστα οι εταίροι δηλώνουν ανοικτά ότι πληρώνοντας την ΝΔ με το ίδιο νόμισμα, δεν θα ψηφίσουν στο μέλλον καινούργια αντιλαϊκά μέτρα. Κατέληξε έτσι στο συμπέρασμα ότι η μόνη περίπτωση να παραμείνει στην εξουσία είναι να προχωρήσει τώρα σε ρήξη ,προκαλώντας ακόμη και εκλογές, πετώντας το γάντι στους 2 κυβερνητικούς εταίρους που θέλουν να τις αποφύγουν. Και επιλέγοντας φυσικά για πεδίο εκλογικής αντιπαράθεσης όχι τα αναπόφευκτα νέα μέτρα λιτότητας, αλλά την ορθότητα ή μη διάλυσης της ΕΡΤ την οποία ο Κεδίκογλου ξεκίνησε ήδη να κατηγορεί για τα φαινόμενα που ο ίδιος και η ΝΔ έχουν δημιουργήσει ή αποθεώσει.
Πέρα από την έμφυτη απέχθεια για την ΕΡΤ και την αναπόληση της παλιάς ΥΕΝΕΔ, η επιλογή να δοθεί η μάχη στο πεδίο της ραδιοτηλεόρασης(και όχι πχ με τα συνδικάτα της ΔΕΗ) έχει να κάνει με 2 ακόμη παράγοντες. Πρώτον, με το μονομερές, σχεδόν σχιζοφρενικό κόλλημα της ομάδας με τα ΜΜΕ(ο διευθυντής του Γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού, παραδείγματος χάριν, ξημεροβραδιάζεται στέλνοντας twitter). Και δεύτερον με την εκτίμηση ότι η ΕΡΤ παραμένει, λόγω της σχετικής νομοθεσίας, η βασική πηγή εκπομπής των δραστηριοτήτων της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ιδίως σε περίπτωση εκλογών. Αν δηλαδή η κυβέρνηση πέσει και προκηρυχθούν εκλογές σε 40 μέρες, η ΕΡΤ δεν θα υπάρχει για να μεταδίδει τις δραστηριότητες και τις ομιλίες του ΣΥΡΙΖΑ ή των άλλων αντιπάλων κομμάτων. Τα τελευταία θα ζητήσουν βεβαίως η ΕΡΤ να επαναλειτουργήσει. Αλλά η ΝΔ δεν θα το δεχθεί, δεν θα πρόκειται άλλωστε για το πρώτο πραξικόπημα.
Η τακτική της ακροδεξιάς ομάδας δεν συνιστά απλώς εκβιασμό των δύο κομμάτων χάρις στα οποία βρέθηκε στην εξουσία, αλλά είναι και βαθιά τυχοδιωκτική. Γιατί στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι γνωστό ότι οι δημοσκοπήσεις που τελευταία φέρνουν την ΝΔ να προηγείται ελαφρώς του ΣΥΡΙΖΑ, στηρίζονται σε μετρήσεις που δεν είναι ασφαλείς: ένα σημαντικό μέρος των πολιτών που ερωτώνται αρνούνται να απαντήσουν, την ίδια στιγμή που λόγω της κρίσης και της αυξανόμενης ανεργίας δημιουργούνται κοινωνικές -και πιθανώς εκλογικές- δυναμικές που είναι αδύνατον να προβλεφθούν. Η μόνη ασφαλής εκτίμηση που μπορεί να γίνει είναι ότι η τακτική του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» αρέσει σίγουρα στον Μιχαλολιάκο και τον Κασιδιάρη, χωρίς να σημαίνει όμως ότι θα επαναπατριστούν σίγουρα και οι ψηφοφόροι της ΝΔ που έχουν από απόγνωση στραφεί στην Χρυσή Αυγή. Το βέβαιο είναι ότι συμπιέζοντας στο έπακρο τους δύο σημερινούς κυβερνητικούς εταίρους, η ηγετική ομάδα της ΝΔ με την Χρυσή Αυγή και την ακροδεξιά σχεδιάζει, αν τα καταφέρει εκλογικά, να συγκυβερνήσει. Το δίκτυο 21 τώρα δικαιώνεται…
Η ακραία πόλωση που η ακροδεξιά ομάδα ήδη είχε αρχίσει να προκαλεί- όπως εκδηλώθηκε το Σαββατοκύριακο με τις δηλώσεις του Σαμαρά και τις πιρουέτες Λαζαρίδη κατά της «προδοτικής» αριστεράς-και σκοπεύει να αποθεώσει σε περίπτωση πτώσης της κυβέρνησης και νέων εκλογών, εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους για την χώρα, σε μια στιγμή που οι θεσμοί και οι πολίτες της έχουν βρεθεί σε οριακό σημείο. Φέρνει επίσης στο φως την υποκρισία Σαμαρά, που ενώ υποτίθεται ότι πασχίζει να κρατήσει την χώρα στην Ευρώπη, διακινδυνεύει με μια ζαριά όχι το ανύπαρκτο success story του αλλά την πορεία της χώρας, και ακόμη και τις εκλογικές τύχες της νονάς Μέρκελ. Τι δεν θάδινε κανείς για να δει τα μούτρα της Γερμανίδας καγκελάριου, που έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να κρατήσει ήρεμα τα ευρωζωνικά νερά, αν το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ αποφασίσουν τώρα να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από την κυβέρνηση, προκαλώντας εκλογές πριν τις γερμανικές.
Γιατί το σενάριο που ήδη κυκλοφορεί στα παρασκήνια από χθες το βράδυ, δηλαδή μιας μεταβατικής κυβέρνησης υπό εξωκομματικό πρωθυπουργό (ακούστηκε και το όνομα του κ. Πικραμένου) που θα στηρίζεται στην υπάρχουσα κοινοβουλευτική πλειοψηφία και θα περιμένει την Ευρώπη να αποφασίσει ξανά για το χρέος και την τύχη της χώρας το φθινόπωρο, είναι εξαιρετικά εύθραυστο και σε κάθε περίπτωση θα γκρέμιζε τον μύθο της σταθερής πλέον Ελλάδας, με τον οποίο η Μέρκελ τρέφει την εκλογική της πελατεία.
Το μπαλάκι βρίσκεται πλέον στα δύο άλλα κόμματα της συγκυβέρνησης που δήλωσαν ήδη ότι θα καταψηφίσουν την πράξη νομοθετικού περιεχομένου, αλλά μετά από 3 μήνες που θα έρθει στην Βουλή. Σίγουρα η εξίσωση που έχουν να αντιμετωπίσουν είναι δύσκολη και τα διλήμματα σοβαρά, αλλά η μέχρι τώρα πορεία έχει αποδείξει ότι η δική τους υποχωρητική στάση αποθρασύνει όλο και περισσότερο την εξτρεμιστική ακροδεξιά ομάδα. Για το ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ ισχύει όσο και την ΝΔ το «τώρα ή ποτέ»: αν παραμείνουν στην κυβέρνηση μετά από όσα έγιναν, μετά από 3 μήνες θα βρίσκονται σε πολύ δυσκολότερη θέση.
Άλλωστε εδώ δεν πρόκειται μόνο για εκλογικούς σχεδιασμούς αλλά για την ίδια την λειτουργία της δημοκρατίας, και η πρωτοφανής κινητοποίηση και ευαισθητοποίηση των πολιτών, την οποία το Μέγαρο Μαξίμου ασφαλώς δεν περίμενε και η οποία συνεχίστηκε μέχρι τις πρωινές ώρες στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, δείχνει ότι η κοινωνία το αντιλαμβάνεται. Για μια ακόμη φορά, η τήρηση του Συντάγματος και η υπεράσπιση της δημοκρατίας επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων.