Δεν είναι η πρώτη φορά που διαδίδεται πως ευρωπαϊκές δυνάμεις καταστολής βρίσκουν το δρόμο τους προς την ελληνική επικράτεια εν αναμονή και για την αντιμετώπιση κοινωνικών εξεγέρσεων λόγω των μέτρων που αναλαμβάνει να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση. Πριν από μήνες κυκλοφορούσε η φήμη πως μονάδες της EGF (European Gendarmerie Force), μιας πολυεθνικής, διακρατικής δύναμης χωροφυλακής (μέλη της η Γαλλία, Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και από το 2008 και η Ρουμανία) συγκροτημένης με στόχο τη διαχείριση κρίσεων, πρωτευόντως στην Ευρώπη, διαθέσιμη όμως και στους διεθνείς οργανισμούς και συμμαχίες, όπως του ΝΑΤΟ και Ηνωμένων Εθνών.
Σύμφωνα με τις τότε πληροφορίες, που άρχισαν να διαδίδονται στις αρχές Οκτωβρίου 2011, κλιμάκια της EGF έφτασαν στην Ελλάδα στις 8 του μηνός μέσω του λιμανιού της Ηγουμενίτσας και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο της Πολεμικής Αεροπορίας στη Λάρισα. Από τους ιστότοπους που πρωτοανέφεραν την είδηση, αναφέρθηκε ότι η “επίσημη δικαιολογία” ήταν ότι είχαν έρθει για κοινή άσκηση με τις δυνάμεις της Ελληνικής Αστυνομίας, χωρίς να αναφερθεί ποιά ήταν η πηγή της επίσημης είδησης. Τις πληροφορίες, ωστόσο, διέψευσε κατηγορηματικά η ελληνική αστυνομία και το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Έκτοτε έχει ακόμη αναφερθεί ότι είτε όντως η EGF πέρασε από Ελλάδα με κατεύθυνση το Κοσσυφοπέδιο ή ότι έμεινε προσωρινά, είτε ότι επρόκειτο για δυνάμεις της SEEBRIG (South-Eastern Europe Brigade) μιας ειρηνευτικής δύναμης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης η οποία συστάθηκε το 1999 από την Αλβανία, Βουλγαρία, Ελλάδα, Ιταλία, Σκόπια, Ρουμανία και Τουρκία και εδρεύει από φέτος στον Τύρναβο Λάρισας (στρατόπεδο του ΝΑΤΟ).
Την πρόσληψη της είδησης είχε επιβαρύνει και το προηγούμενο των ερωτημάτων ως προς τη φύση και τον προσανατολισμό της στρατιωτικής άσκησης “Καλλίμαχος” της 71ης Αερομεταφερόμενης Ταξιαρχίας, που είχε πραγματοποιηθεί στις 4 Φλεβάρη 2011 στην Αργυρούπολη Κιλκίς και περιλάμβανε την καταστολή πλήθους και διαδηλωτών ή “διαχωρισμού αντιμαχομένων” (βλ. παρακάτω βίντεο) και πάλι σε περίοδο προγραμματισμού και διεξαγωγής πανελλαδικών απεργιών και διαδηλώσεων.
Τα σημαδιακά για την ελληνική κοινωνία και πολιτική γεγονότα του Δεκέμβρη 2008, κατά τα οποία μέλη της παράταξης της ΝΔ είχαν (συ)ζητήσει την παρέμβαση του στρατού για την αποκατάσταση της τάξης πρέπει επίσης να συνυπολογιστούν στην αποτίμηση τόσο των φημών για έλευση της EGF, όσο και του αντίκτυπού τους στην κοινωνία.
Η είδηση για τη φημολογούμενη άφιξη της EGF είχε προκαλέσει σάλο εν μέσω ενός ασταθούς πολιτικού σκηνικού, αυξανόμενης κοινωνικής αναταραχής και οικονομικής ανασφάλειας, διαδηλώσεων, αλλά και βίαιης καταστολής από τις δυνάμεις των ΜΑΤ, συμπεριλαμβανομένης και της επίθεσης κατά δημοσιογράφων που κατέγραφαν την διάλυση των συγκεντρώσεων στη πλατεία Συντάγματος.
Δεδομένης της παράδοσης των δημοσιονομικών της χώρας σε απεσταλμένους ευρωπαίους τεχνοκράτες, της εξάντλησης της λαϊκής και δημοκρατικής νομιμοποίησης από την κυβέρνηση, των ευρωπαϊκών πιέσεων και ανησυχιών για τη απαρέγκλιτη εφαρμογή των μνημονίων από κάθε κυβέρνηση και σε κάθε δυνατή έκβαση μελλοντικών εκλογών και τις νωπές εμπειρίες και μνήμες του καλοκαιριού και του φθινοπώρου από την άκρατη χρήση χημικών και βίας από τις δυνάμεις των ΜΑΤ κατά Ελλήνων πολιτών, το ενδεχόμενο δεν φάνταζε – ούτε φαντάζει τώρα ακόμη – απίθανο.
Αυτό βέβαια δεν το καθιστά και αληθινό. Εν προκειμένω, όμως, πέρα από τις επίσημες θεσιμικές διαψεύσεις (που δεδομένων των συνθηκών και της εμπειρίας από τη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν φέρουν κανένα μεγάλο ειδικό βάρος) παρατηρείται και μια προσαρμογή των φημών στο φορτισμένο κλίμα της εποχής.
Την ώρα που γιγαντώνονται τα αντιγερμανικά αισθήματα για την απαράδεκτη ηγεμονική στάση της Γερμανίας στα ζητήματα της κρίσης στην Ευρωζώνη και των αποφάσεων για την Ελλάδα, η διάχυση μιας τέτοιας είδησης μπορεί να έχει δύο βασικές συνέπειες:
- Την ενίσχυση των τάσεων κοινωνικής έκρηξης: Δεν αρκεί παρά η πιθανότητα να βρεθεί ο Έλληνας εργαζόμενος, (μελλοντικά) συνταξιούχος, άνεργος, απολυμένος, οικονομικά εξαθλιωμένος και πολιτικά αποστερημένος πολίτης αντιμέτωπος με Γερμανό “μπάτσο” για να πυροδοτηθούν βίαιες αντιπαραθέσεις και να λοξοδρομήσουν οι διαδηλώσεις σε κλεφτοπόλεμο με την αστυνομία.
- Την αποθάρρυνση των πολιτών να βγουν στους δρόμους και να διαδηλώσουν, περιορίζοντας έτσι το διαχειριστέο εύρος της πολιτικής κρίσης, υπό τον φόβο ακραίων συμπεριφορών και επεισοδίων ή/και την ταχεία διάλυση των συγκεντρώσεων στο πρώτο ίχνος ή φόβο αντιπαράθεσης με τις (προκλητικές κατά κορον) αστυνομικές δυνάμεις.
Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι ανώνυμες ειδήσεις δημιουργούν, επιτείνουν και εμπεδώνουν ένα κλίμα “χαρακωμάτων” που σε κάθε πιθανό σενάριο μπορεί μόνο να βλάψει τους αγώνες των εργαζομένων και των πολιτών στο δίκαιο αίτημά τους για καταψήφιση των μέτρων και πολιτική επανεκκίνηση της χώρας μέσω εκλογών.
Οι γενικευμένες ταραχές:
- θα παράσχουν το άλλοθι για την αστυνομική παρέμβαση και θα νομιμοποιήσουν θεσμικά τη χρήση βίας εναντίον των θυμάτων της κυβερνητικής πολιτικής,
- θα παράσχουν ένα ιδιαίτερο “χρήσιμο” παράδειγμα για τί έχει να ακολουθήσει αν η Ελλάδα αποχωρήσει από το ευρώ, ενδεχόμενο για το οποίο έντονα τόσο απειλούν όσο και προειδοποιούν σε δραματικούς τόνους τα κόμματα που στηρίζουν την τρικομματική κυβέρνηση,
- και με τον τρόπο αυτό θα επαληθευτεί με όρους προφητείας (μακάρι να προφήτευαν με την ίδια ακρίβεια κα την επιστροφή της Ελλάδας στην ανάπτυξη, ως τώρα έχουν διαψευστεί) η ανάγκη για “πολιτική σταθερότητα, ηρεμία και ασφάλεια” την οποία χρειάζονται έλληνες και ξένοι τροϊκανοί για να επιβάλουν τα τελειωτικά για την ελληνική κοινωνία, αλλά όχι τα τελικά και τελευταία γι αυτούς μέτρα.
Αυτές είναι ώρες θάρρους, τόλμης όσο και σύνεσης και χρειάζεται μεγάλη προσοχή και προσήλωση σε στόχους και μέσα απένατι σε μια, όπως αποδεικνύουν οι εξελίξεις, αδίστακτη τρικομματική κυβέρνηση και μία αμήχανη ΕΛ.ΑΣ.
Τέλος, είναι αλήθεια, όσο και δυστύχημα, ότι οι ρόλοι της αστυνομίας και του στρατού, τείνουν να συμπλέκονται και να συγκλίνουν σε έννοιες όπως “ασύμμετρες απειλές”, “ανθρωπιστικές παρεμβάσεις”, “διαχείριση κρίσεων”, “πολιτική ασφάλεια” κοκ.
Αυτό καταδεικνύεται και από την “ανακύκλωση” του προσωπικού σωμάτων της αστυνομίας και του στρατού (και των ιδιωτικών υπηρεσιών ασφαλείας), συμπεριλαμβανομένων και των αξιωματικών, τον εξοπλισμό της αστυνομίας με όπλα πιο στρατιωτικού χαρακτήρα αλλά και με πιο στρατιωτική νοοτροπία, την επέκταση της ηλεκτρονικής παρακολούθησης και την διεύρυνση του θεσμικού πλαισίου της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας.
Στην αντίληψη των ιθυνόντων, μεταξύ άλλων και του Έλληνα υφυπουργού Εθνικής Αμύνης Κ. Σπηλιώπουλου πρέπει να αναθεωρηθεί η έννοια της “απειλής”:
«Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί ένα ιδιαίτερα αβέβαιο διεθνές περιβάλλον ασφάλειας που χαρακτηρίζεται από νέες απειλές και προκλήσεις οι οποίες σε συνδυασμό με την παγκόσμια οικονομική κρίση συνθέτουν μια πολλή περίπλοκη κατάσταση.
Η κλασική έννοια της απειλής είναι πλέον παρωχημένη και έχει παραχωρήσει τη θέση της στις λεγόμενες ασύμμετρες απειλές, όπως την κλιματική αλλαγή, την τρομοκρατία, τη λαθρομετανάστευση, τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, της λαθροπειρατίας και άλλων συνθέτουν το τρέχον φάσμα απειλών.
Επιπλέον η κοινωνική αναταραχή στην ευρύτερη περιοχή της βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής ως αποτέλεσμα της έλλειψης δημοκρατικών δομών και κοινωνικών ελευθεριών μαζί με τις συνθήκες που δημιουργεί η παγκόσμια κρίση αποτελούν σημαντικά στοιχεία που επηρεάζουν το διεθνές περιβάλλον ασφάλειας». Ο κ. Σπηλιώπουλος είπε επίσης ότι οι λαοί που συμμετέχουν στην ταξιαρχία γνωρίζουν ότι η εμμονή σε αντιπαραγωγικές αντιλήψεις του παρελθόντος μπορεί να οδηγήσει σε αντιπαραθέσεις, δυσπιστία, συγκρούσεις. Επίσης σημείωσε ότι μόνο με την επίδειξη της καλής θέλησής μας και με τη συνεργασία των κρατών μας με την ενίσχυση της κοινής αντίληψης και φυσικά με την κοινή προσπάθεια όλων μας μπορούμε να πετύχουμε επιτυχώς τις προκλήσεις και να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες»
Με άλλα λόγια, οι κυβερνήσεις πρέπει να εγκαταλείψουν τις “αντιπαραγωγικές” αντιλήψεις του παρελθόντος που όριζαν την εννοιολόγηση της απειλής σε σχέση με εξωτερικούς κινδύνους και εθνικούς εχθρούς, και να υιοθετήσουν μια κοινή αντίληψη περί απειλών και ένα πλαίσιο κοινών πρακτικών μέσω των οποίων θα μπορεσουν να αντιμετωπίσουν το σύνθετο περιβάλλον οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών κρίσεων.