Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Παζάρι για τις εκλογές με αντάλλαγμα τη πολιτική συνέχεια

Η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας αποτελεί εδώ και μήνες το επίκεντρο των συζητήσεων για την ημερομηνία και τη προοπτική των πρόωρων εκλογών, αλλά και των σχεδιασμών των κομμάτων για τη πολιτική τους τακτική.

Στα επιτελεία της συγκυβέρνησης ξεκίνησαν πυρετώδεις διεργασίες για τη συγκέντρωση των απαιτούμενων 180 ψήφων για την εκλογή του Προέδρου: άρχισαν οι διερευνητικές επαφές προς διάφορες κατευθύνσεις για να δοκιμαστούν αντιδράσεις και να εξασφαλιστεί κάποια ελάχιστη συναίνεση για το πρόσωπο του προέδρου τόσο εντός όσο και μεταξύ των κομμάτων, αλλά και το κυνήγι των ψήφων και η προσπάθεια εξισορρόπησης των βλέψεων και μελημάτων των διαφόρων βουλευτών.

Για τα μέλη του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ (αλλά και της ΔΗΜΑΡ) οι αρνητικές προβλέψεις για τις εκλογές ενισχύουν τη τάση των ατομικών τακτικισμών και των αποσχιστικών κινήσεων, με το βλέμμα στην επανεκλογή, προκαλώντας πονοκέφαλο στις ηγετικές ομάδες και απειλώντας τον έλεγχο που αυτές ασκούν τόσο στις κοινοβουλευτικές τους ομάδες, όσο και στο κόμμα τους.

Έτσι, ο Σαμαράς επιδίωξε συνάντηση με τον πρώην πρόεδρο της Ν.Δ. Κώστα Καραμανλή και οι σκόπιμες διαρροές για δείπνο των δύο προέδρων σε κοινό χώρο και γνωστό εστιατόριο έστειλαν το μήνυμα της “ενότητας”, η οποία έχει δοκιμαστεί από τον ακροδεξιό προσανατολισμό του κύκλου του Σαμαρά, τις ιδιαίτερα προβληματικές επιδόσεις στη διακυβέρνηση της χώρας, καθώς και τα ανοίγματα του ΣΥΡΙΖΑ προς πιο μετριοπαθή κεντροδεξιά στελέχη που θα επιθυμούσαν κι όλας να καλλιεργήσουν και ένα περισσότερο “φιλο-λαϊκό” προφίλ.

Ενώ ο πρωθυπουργός προσπαθεί να αποκαταστήσει και να διατηρήσει σταθερούς τους αρμούς στη “δεξιά πολυκατοικία” (την οποία επανοικοδόμησε με όραμα μια νέα συντηρητική έως νέο-εμφυλιακή ΕΡΕ), η θέση του Ευάγγελου Βενιζέλου είναι ακόμη πιο αδύναμη λόγω της κατακόρυφης πτώσης της δημοτικότητας του ΠΑΣΟΚ και των υπερφιλόδοξων ομάδων και προσώπων που φιλοξενούνται εντός του. Αυτό σπρώχνει και τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ πιο στενά στην αγκαλιά της ΝΔ και της συγκυβέρνησης ως μέσο διάσωσης της θέσης του και ακυρώνει, μαζί με άλλους παράγοντες, και τις όποιες προσπάθειες επανοικοδόμησης ενός κεντροαριστερού χώρου με άξονα το ΠΑΣΟΚ . Μετά την επάνοδο και τις αμφίσημες δηλώσεις Παπανδρέου, ο Ε.Βενιζέλος αναζήτησε και πάλι τη συμβολή του κκ Σημίτη και Παπανδρέου για εξεύρεση κοινού μετώπου.

Τραγική είναι η κατάσταση για τη ΔΗΜΑΡ καθώς όλα δείχνουν πως δεν θα μπει στην επόμενη βουλή, σπρώχνοντας κάποια μέλη της προς το ΠΟΤΑΜΙ και κάποια άλλα προς τη στήριξη της συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ.

Για τους ΑΝΕΛ τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα, καθώς η αυτονόμηση δεν έφερε τη πολυπόθητη αποδυνάμωση της ΝΔ που θα προκαλούσε αλλαγή ηγεσίας την οποία έθετε ως όρο ο Πάνος Καμμένος για να επιστρέψει στη ΝΔ, ενώ και η έλλειψη δυναμικής στην αντιμνημονιακή δεξιά δημιουργεί εντάσεις κι απογοητεύσεις.

Στον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2012 και ιδιαίτερα μετά τις ευρωεκλογές του 2013 φαίνεται να έχουν βολευτεί με το επικοινωνιακό δίπολο και την αντιπαράθεση που κυριαρχεί στα ΜΜΕ και βασίζονται περισσότερο στην φθορά της κυβέρνησης παρά στην επεξεργασία, ανάλυση και παρουσίαση ενός πλάνου για την επίτευξη των (ρητορικών τουλάχιστον) αντιμνημονιακών στόχων τους ως κυβέρνηση εντός των πλαισίων της Ευρωζώνης και της Ευρωπαικής Ένωσης.

Ήδη από τις επαναληπτικές εκλογές του ’12, ο ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίστηκε την διερευνητική εντολή με τρόπο που καταδείκνυε περισσότερο ένα στόχο ηγεμονίας στην αριστερά, παρά κινήσεις για την αναζήτηση συμμαχιών που θα κέρδιζαν τις εκλογές.

Τα δύο προτάγματα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η “κυβέρνηση της Αριστεράς” και ο “αντιμνημονιακός” πολιτικός προσανατολισμός. Αφενός, όμως, η παρουσίαση της ΔΗΜΑΡ ως “προνομιακού συνομιλητή” για μια τέτοια κυβέρνηση της αριστεράς διερρήγνυε αυτό το αριστερό στρατόπεδο, καθώς η συντηρητικοποίηση της ΔΗΜΑΡ ήταν ιδιαίτερα εμφανής και θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι μια τέτοια συνεργασία θα έδινε το άλλοθι στον ΣΥΡΙΖΑ για πραγματοποίηση συμβιβασμών στο θέμα της πολιτικής λιτότητας. Αφετέρου η επιλογή αποκλειστικά αριστερού συνασπισμού απέκλειε τη δυνατότητα συνεργασίας με αντιμνημονιακές δυνάμεις της δεξιάς (τους ΑΝΕΛ), συνεργασία που θα μπορούσε να εξουδετερώσει και τη προσπάθεια της κυβέρνησης να επαναχαράξει τα εμφυλιοπολεμικά στρατόπεδα της δεκαετίας του ’50. Ήταν όμως μια συνεργασία που ούτε τα μέλη των ΑΝΕΛ φαίνονταν να επιθυμούν, αλλά διαπραγματεύονταν περισσότερο τους όρους επιστροφής τους στη Ν.Δ. με αλλαγή ηγεσίας.
Τα δύο προτάγματα αυτά λοιπόν στα πραγματιστικά συμφραζόμενα της περιόδου δρούσαν ανταγωνιστικά και αυτοακυρώνονταν, καταδείκνυαν πάντως σαφώς τις προτεραιότητες του ΣΥΡΙΖΑ: αξιοποίηση της δημοσκοπικής ανόδου και του νέου διπόλου για ενίσχυση της θέσης τους στην αριστερά και για την πολιτική προετοιμασία του κόμματος.

Από την προκήρυξη των ευρωεκλογών και δημοτικών εκλογών κι έπειτα ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητούσε έναν εύκολο τρόπο να αυξήσει περισσότερο τα ποσοστά του βασιζόμενος στην απογοήτευση για τις επιδόσεις της διακυβέρνησης και στην βραχυπρόθεσμη-άμεση προσδοκία μιας πολιτικής αλλαγής. Αυτή η τακτική εκφράστηκε στο σύνθημα “σήμερα ψηφίζουμε, αύριο φεύγουν” αλλά και στην επανάπαυση στο εσωτερικό παιχνίδι αντιπαράθεσης με τη κυβέρνηση, χωρίς η συζήτηση ποτέ να αγγίζει τις εξελίξεις στην Ευρώπη και την επιτευξιμότητα μιας πολιτικής αλλαγής σε ένα κοινοβούλιο όπου κυριαρχείται από δεξιά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και ενισχύεται η ακροδεξιά.

Μετά την αποτυχία των παραπάνω τακτικών (για διάφορους λόγους, από την υπερ-κομματικοποίηση των δημοτικών έως τις ατυχείς επιλογές υποψηφίων), που ο ΣΥΡΙΖΑ σίγουρα δεν περίμενε τουλα΄χιστον στον τομέα των ευρωεκλογών, καθώς εκεί χωρίς να κρίνεται άμεσα η διακυβέρνηση της χώρας θα μπορούσε να περάσει ένα μήνυμα αποδοκιμασίας, στράφηκε στο θέμα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.

Ενώ όμως η εκλογή ΠτΔ αξιοποιήθηκε για την προώθηση της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση και για την δοκιμή των εσωκομματικών αντοχών εντός ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, τώρα που πλησιάζει η ημερομηνία της εκλογής, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να κάνει βήματα πίσω όσον αφορά την αξιοποίηση της διαδικασίας για ανατροπή της κυβέρνησης. Ο επικεφαλής της αναπτυξιακής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ κος Σταθάκης πρόσφατα σε δηλώσεις του έδειξε σε συναινετική εκλογή ΠτΔ και προκήρυξη εκλογών την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 2015.

Φαντάζομαι ότι ανεξάρτητα από το εάν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν, αν θα βρεθούν ή όχι οι 180, νομίζω ότι η κυβέρνηση πρέπει να πάρει την απόφαση να οριοθετήσει τις εκλογές και να έρθει σε μία συμφωνία η οποία θα ορίζει την ημέρα των εκλογών και θα απεμπλέκει το πρόβλημα αυτό από την εκλογή Προέδρου

Νομίζω ότι είναι πολύ κοντά σε μία συναινετική λύση η οποία θα απεμπλέξει το σύστημα, θα διευκολύνει, θα δώσει πολιτική διέξοδο, οι πολίτες θα επιλέξουν μια κυβέρνηση με σαφές πρόγραμμα και θα δώσει λύση στο πολιτικό αδιέξοδο που υπάρχει αυτή τη στιγμή

Οι μετέπειτα προσπάθειες του κου Σταθάκη ανασκευής των δηλώσεών του, πως δηλαδή εννοούσε πως μόνο αν εκλεγόταν ο ΠτΔ από μια νέα αντιπροσωπευτική πλέον βουλή θα μπορούσε να ήταν συναινετική η εκλογή του, ελάχιστα πείθουν. Το μήνυμα προς τη κυβέρνηση ήταν σαφές.

Στην εκτίμηση της παραπάνω πρότασης θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η τοποθέτηση του κου Παπαδημούλη, ο οποίος δήλωσε με αφορμή την ακυρωθείσα συνάντηση Τσίπρα-Σαμαρά:

Για μία ακόμα φορά τορπιλίσθηκε η δυνατότητα ενός διαλόγου μεταξύ του Πρωθυπουργού και του κ. Τσίπρα, που θα μπορούσε να είναι το πρώτο βήμα για μία σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αυτό έγινε με την απόλυτη ευθύνη του κ. Σαμαρά και του πρωθυπουργικού επιτελείου.  Ο κ. Σαμαράς δεν αντέχει το στοιχειώδη διάλογο γι΄ αυτό και τορπιλίζει  κάθε σχετική πρωτοβουλία και αποφεύγει ακόμα και να εμφανισθεί στη Βουλή. Μετά από αυτή την εξέλιξη που είναι μία ακόμα… χάντρα στο κομπολόι της κυβερνητικής αποτυχίας, πριν απ΄ όλα στον τομέα της οικονομίας και της κυβερνητικής πολιτικής, φαίνεται πια καθαρά ότι η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, αντί να επιλέξει το δρόμο μιας ουσιαστικής διαπραγμάτευσης με την τρόικα αξιοποιώντας και τις διαπραγματευτικές δυνατότητες που θα της έδινε η επικοινωνία με την αντιπολίτευση, επιλέγει για μία ακόμα φορά το δρόμο της υποταγής και του «ναι» σε όλα στα τελεσίγραφα της τρόικα

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παρακαλάει κανέναν ούτε κρύβει ούτε αμβλύνει τις μεγάλες διαφορές με την κυβέρνηση και την απόλυτη αντίθεσή του στην κυβερνητική πολιτική. Όμως η κατάσταση της χώρας και της οικονομίας δεν δικαιολογεί την πλήρη απουσία στοιχειώδους επικοινωνίας που με ευθύνη Σαμαρά υπάρχει για πρώτη φορά μετά την πτώση της χούντας, ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν έχουμε κανένα απολύτως λόγο να συνεχίσουμε να χτυπάμε κλειστές πόρτες. Όμως η αυριανή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ παράλληλα με την εφαρμογή του προγράμματός της θα εγκαινιάσει διαφορετικές σχέσεις με την τότε αντιπολίτευση αναβαθμίζοντας τον ρόλο της Βουλής και αξιοποιώντας όλους τους διαθέσιμους θεσμούς.

Αυτό που φαίνεται τώρα να κινητοποιεί τον ΣΥΡΙΖΑ να ρίξει τους τόνους στην αντιπαράθεση και να αναζητήσει κάποια συνεννόηση δεν είναι άλλο από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης και της τρόϊκας της ΕΚΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ.

Θα υπέθετε κανείς πως αν πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η ρήξη με τη τρόϊκα και η σκληρή διαπραγμάτευση (το έλλειμμα τέτοιας ικανότητας και πρόθεσης καταλογίζει επανειλημμένα -και δικαιολογημένα- στη κυβέρνηση), θα πίεζε ώστε να αναλάβει αυτός τα ηνία το συντομότερο και να διεξαγάγει αυτός τις διαπραγματεύσεις ή τουλάχιστον να δείξει με τη στάση του στη τρόϊκα ότι δεν θεωρεί ότι δεσμεύεται από τις όποιες συμφωνίες αυτή κάνει με την παραπαίουσα κυβέρνηση, κι έτσι να πείσει τη τρόϊκα πως είναι ανώφελο να διαπραγματεύεται γι αυτές με μια κυβέρνηση που έχει ημερομηνία λήξης.

Αντιθέτως όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να ενδιαφέρεται αυτές οι διαπραγματεύσεις να πραγματοποιηθούν από τη τρέχουσα κυβέρνηση και να είναι όσο το δυνατόν πιο επιτυχημένες, δηλαδή κατά το δυνατόν λιγότερο οδυνηρές για τη νέα κυβέρνηση που θα κληθεί να τις εφαρμόσει και για τον λαό που θα τις υποστεί (αφού θα τις εφαρμόσει μια μελλοντική κυβέρνηση).

Προκύπτει δηλαδή, άρρητα αλλά πολύ καθαρά, πως ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται μια συνέχεια στην οικονομική και πολιτική διακυβέρνηση της χώρας και εγκαταλείπει κεκαλυμμένα τις ρητορείες για απαλλαγή από μνημόνια και λιτότητα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δικαολογημένα φοβάται να αναλάβει τα ηνία της χώρας σε περιστάσεις όπου η τρέχουσα κυβέρνηση μπορεί να προτιμήσει να παραδώσει “καμμένη γη” (όπως έκανε και στις εκλογές του ’12 με τη τρομοκρατία για τη φυγή καταθέσεων από επίσημα χείλη και την ολιγωρία στην αντιμετώπιση αυτής της διαρροής) και να πυρπολήσει την όποια συνεννόηση δανειστών-ΣΥΡΙΖΑ ώστε να φορτωθούν στον ΣΥΡΙΖΑ τα προβλήματα της επόμενης μέρας και να καταστεί η διακυβέρνησή του μια “παρένθεση”, την οποία θα διαδεχθεί μια ιδεολογικά ενισχυμένη δεξιά (έως ακροδεξιά) αυταρχική κυβέρνηση.
Όμως το κύριο θέμα είναι ο ειλικρινής πολιτικός προσανατολισμός της νέας κυβέρνησης στην οποία εναποθέτουν τις ελπίδες τους πολλοί Έλληνες πολίτες.

Από πολύ νωρίς λοιπόν, αλλά στο περιθώριο της πολιτικής συζήτησης και στο παρασκήνιο των δηλώσεων μελών του ΣΥΡΙΖΑ ο Δραγασάκης (που προφυλάσσεται επισταμένα από τη πολιτική φθορά) είχε αποκηρύξει τις “πολιτικές ελλειμμάτων” και τις εθνικοποιήσεις, ο Μηλιός αποδέχθηκε τον στόχο των “ισοσκελισμένων προϋπολογισμών”, ο Σταθάκης υπονόμευσε το αίτημα του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ για διαγραφή χρεών αποφαινόμενος πως μόνο το 5% του χρέους είναι επαχθές (δυσβάσταχτο).

Σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι δηλώσεις Μητρόπουλου για αμετροέπειες του ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά τους εφαρμοστικούς νόμους αλλά και η παρατήρησή του ότι χωρίς αυτοδυναμία ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συνεχίσει τις μνημονιακές πολιτικές.

Η ξαφνική ανάδειξη της αυτοδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ ως προϋπόθεση εφαρμογής μιας αντιμνημονιακής πολιτικής είναι προβληματική βέβαια γιατί αντιβαίνει και στις δηλώσεις Τσίπρα για αναζήτηση συμμαχιών με τη ΔΗΜΑΡ, αλλά και είναι και αναχρονιστική διότι η “κυβέρνηση της Αριστεράς” δεν αντιμετωπίστηκε ως τώρα ποτέ ως μονοκομματική λύση.

Η ανάδειξη ξαφνικά τέτοιων υψηλών κριτηρίων (ποσοστά του 40%) για την ακύρωση της λιτότητας
– φαίνεται να στοχοποιεί τα μικρότερα αριστερά κόμματα, εκβιάζοντας για τη συνεργασία και “παράδοση” των θέσεων και των ποσοστών τους, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα επικοινωνιακά τον “φταίχτη” για την αποτυχία.
– να προετοιμάζει το έδαφος για επισημοποίηση μιας συμβιβαστικής πολιτικής γραμμής που δεν θέτει “ανεύθυνα” και “λαϊκίστικα” υψηλούς, ανέφικτους στόχους.
– αλλά και να αποπροσανατολίζει την συζήτηση από την αναζήτηση των πραγματικών προϋποθέσεων απαλλαγής από τα μνημόνια και την εποπτεία της Ευρώπης.

Στον πυρήνα της πολιτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν ορισμένες αντικροουόμενες και μη συμφιλιώσιμες θέσεις:

1) Ο ΣΥΡΙΖΑ επιζητά την απαλλαγή από τις πολιτικές λιτότητας και τα μνημόνια, όμως επιλέγει τη μακροπρόθεσμη πολιτική της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη.
Πώς όμως θα καταργηθούν οι επιβάλλόμενες πολιτικές λιτότητας σε μια Ευρώπη του Δημοσιονομικού Συμφώνου, όπου οι προϋπολογισμοί συνδιαμορφώνονται με τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές προληπτικού ελέγχου του προϋπολογισμού και επιβολής κυρώσεων για αποκλίσεις;

 2) Ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει πως επιζητά τον δημόσιο έλεγχο του τραπεζικού συστήματος, αλλά οι πολιτικοί και οικονομικοί του επιτελάρχες συμφωνούν με την ανάγκη συγκρότησης ενός ενιαίου τραπεζικού συστήματος στην Ευρωζώνη, που θα αντιμετωπίζει από κοινού τα προβλήματα των τραπεζών.
Από τις αρχές Νοέμβρη ενεργοποιήθηκε η λειτουργία της λεγόμενης “Τραπεζικής Ένωσης“, στην οποία οι μεγάλες “συστημικές” τράπεζες θα ελέγχονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που θα έχει και τον πρώτο λόγο. Από δω και πέρα λοιπόν οποιαδήποτε δυνατή/πιθανή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για κούρεμα χρεών δανειοληπτών προς τις τράπεζες θα μπορούσε να ακυρωθεί από την ΕΚΤ με το επιχείρημα ότι θα έθεταν σε κίνδυνο την σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.

3) Ο ΣΥΡΙΖΑ διακηρύσσει πως θα αποκαταστήσει τη λαϊκή και εθνική κυριαρχία, αλλά ταυτόχρονα υποστηρίζει την πολιτική ομοσπονδιοποίηση και “ευρωπαϊκή ενσωμάτωση” ως συμπλήρωμα και επιστέγμασμα των άνωθεν διεργασιών, η οποία όμως συνεπάγεται επίσης μετάθεση αρμοδιοτήτων στις Βρυξέλλες και “κυβερνοποίηση” της άσκησης εξουσίας στην Ευρώπη.

Καμία ουσιαστική συζήτηση δεν έχει γίνει επ’ αυτών των θεμάτων από τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε με αφορμή τις ευρωεκλογές, και εξέταση της επιτευξιμότητας των προταγμάτων του σε αυτά τα πλαίσια. Το αντίθετο μάλιστα, δεν τα αγγίζει ακόμη κι όταν εγκαινιάζονται επίσημα.

Συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ όχι συμφωνεί και υποστηρίζει τους κυρίαρχους σχεδιασμούς για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά παρουσιάζει αυτές τις πολιτικές ως τον όρο και το μέσο αντιμετώπισης των προβλημάτων στην Ελλάδα.  Χρησιμοποιεί όρους μιας ριζοσπαστικής ρητορείας, αλλά τους υποτάσσει σε ιδιαίτερα συντηρητικά στρατηγικά σχέδια ώστε η εφαρμογή τους να έχει “κοντά ποδάρια”. Σε αυτό το πλαίσιο ταυτόχρονα ελαχιστοποιεί τη δυναμική τους, αλλά μπορεί να εμφανίζει ταυτόχρονα τη παραμικρή αλλαγή ως “αγωνιστικό κατόρθωμα” ή “ταξική πολιτική”. Ταυτόχρονα αρνείται να αναγνωρίσει τις αντιφάσεις ή έστω τα εμπόδια που παρουσιάζονται σε αυτό το όραμα (πχ κουβέντα δεν είπε για την ενεργοποίηση της Τραπεζικής Ένωσης και το τί αυτή σημαίνει, παρότι την ίδια περίοδο συζητιόνταν τα “stress test” των τραπεζών, για τις οποίες είπε πως πέρασαν τα τέστ! την ώρα που η έκθεση μιλούσε για αποτυχία και ελλείμματα σε μεγάλες τράπεζες σαν την Εθνική, τη Πειριαιώς, την Alphabank και τη Eurobank)

Έτσι ο “δημόσιος έλεγχος των τραπεζών” φαίνεται να επιτυγχάνεται με τον έλεγχο των μετοχών του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η “κατάργηση της λιτότητας” με την αποπληρωμή με ρήτρα ανάπτυξης αλλά και με τη δέσμευση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, το “κούρεμα του χρέους” με τον περιορισμό του κατά 5%, η κριτική στον καπιταλισμό με την αποδοκιμασία του “νεοφιλελευθερισμού” και η μετάβαση στον σοσιαλισμό με την αποκατάσταση του “ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου”.

Το πιο προβληματικό στοιχείο αυτής της πολιτικής είναι πως -χειραγωγώντας την προσδοκία των πολιτών για αλλαγές- επενδύει όλο το πολιτικό κεφάλαιο της Αριστεράς, εν καιρώ κρίσης, στην επανανομιμοποίηση των ίδιων θεσμών και των μακροσκοπικών πολιτικών σχεδιασμών που την προκάλεσαν με διαβλεπόμενη συνέπεια την πλήρη απαξίωσή της όταν ο ίδιος θα κληθεί να εφαρμόσει παρόμοιες πολιτικές και τότε ο κίνδυνος για την επανάκαμψη μιας μηδενιστικής ναζιστικής ακροδεξιάς θα είναι πιο ορατός από ποτέ.