Τη Δευτέρα στις 31 Οκτωβρίου 2011 ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου ανήγγειλε στη Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ τη πρόθεσή του να προκηρύξει δημοψήφισμα για την επικύρωση ή την απόρριψη από τους έλληνες πολίτες της δανειακής σύμβασης που θα προκύψει από τις πρόσφατες συμφωνίες και τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, ενώ ζήτησε και ψήφο εμπιστοσύνης για την κυβέρνηση.
Τί επιθυμεί όμως να επιτύχει, ειδικά με το δίλημμα του δημοψηφίσματος; Ας στραφούμε πρώτα στον λόγο του ίδιου του πρωθυπουργού, που παρέχει τις κυριότερες ενδείξεις των προθέσεών και της στόχευσης αυτής της κίνησης, που δεν αποτελεί παρά μία ακόμη προσπάθεια να “ανακατέψει τη τράπουλα” των πολιτικών εξελίξεων μπροστά σε ένα πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο.
Στην ομιλία του στην Κ.Ο. προσδιόρισε το δημοψήφισμα ως κορύφωση και κατάληξη ενός “εθνικού σχεδίου”, ενός οδικού χάρτη πολιτικών πρωτοβουλιών που περιλαμβάνει όλες τις δεσμεύσεις – τις οποίες σε άλλη μια άσκηση εσωτερίκευσης ξένων απαιτήσεων επικυρώνει ως – όλα όσα πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να βγει απο τη κρίση.
Όρισε αυτή τη πολιτική πορεία ως αφετηρία μιας νέας εποχής, σε ένα χρονικό σχήμα όπου ό,τι προηγήθηκε αποτελούσε την “επιτυχή” προσπάθεια διάσωσης/σωτηρίας της χώρας κι ό,τι έπεται συνιστά τον αγώνα “αλλαγής” της χώρας.
Σ’ αυτόν τον αγώνα αλλαγής της χώρας επικαλέστηκε τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ως εκφραστές, φορείς και εκτελεστές των νέων κρίσιμων μεταρρυθμίσεων, που συνιστούν τα “δικά τους” μέτρα (όχι δηλαδή υπαγορεύσιμα από την Τρόϊκα), σε όλους τους τομείς του κράτους, ενώ τόνισε ότι αν αυτές υλοποιηθούν αποφασιστικά, τότε θα μπορέσει να αποφευχθεί η λήψη και νέων (παρουσιάζοντας αυτά τα τελευταία μέτρα ως τα τελικά και καθοριστικά που πρέπει να υλοποιηθούν).
Αναφέρθηκε στο ιστορικό θάρρος του ΠΑΣΟΚ, που έλαβε μέτρα αγνοώντας το πολιτικό κόστος και κάλεσε όλες τις δυνάμεις να προβούν σε μια τεκμηριωμένη και σωστή ενημέρωση του πολίτη, ενώ απέρριψε τις εθνικές εκλογές ως κομματική διχαστική επιλογή την ώρα της αναγκαίας εθνικής συστράτευσης.
Τέλος έθεσε ως μέσο νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος την προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία, που με αίσθημα εθνικής ευθύνης θα πρέπει να επιλέξει πολιτική πορεία.
Οι εξελίξεις της τελευταίας εβδομάδας, με κυρίαρχο παράδειγμα τις μαζικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα κατά την ημέρα του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου, που συνοδεύτηκαν από έντονες αποδοκιμασίες έως και επιθέσεις εναντίον μελών της κυβερνώσας παράταξης, είχαν θέσει τον πρωθυπουργό αλλά και το σύνολο της κυβέρνησης σε θέση ουραγού των εξελίξεων, έκπληκτου, αμήχανου θεατή με μόνη διέξοδο την καταγγελία των κινητοποιήσεων, που μάλλον απομάκρυναν ακόμη περισσότερο τη κυβέρνηση απο το ευρύ λαϊκό αίσθημα.
Στόχος αυτής της αιφνιδιαστικής κίνησης του πρωθυπουργού είναι, τουλάχιστον εν μέρει, να ανακόψει αυτή τη δυναμική που θα μπορούσε υπο προϋποθέσεις όχι μόνο να κινήσει πολιτικές διαδικασίες σε επίπεδο κοινοβουλευτικό, αλλά και να επεκταθεί σε ένα διογκούμενο κίνημα απόρριψης της ευρωπαϊκής λύσης χρηματοδότησης του χρέους (με αντάλλαγμα αυστηρά μέτρα λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεις) και της γενικής πολιτικής κατεύθυνσης που προωθεί η κυβέρνηση, εμπεδώνοντας επίσης ένα πνεύμα λαϊκής αντίδρασης και αμφισβήτησης που θα μπορούσε να αποδειχθεί μη διαχειρίσιμο από αυτή τη βουλή κι αυτή τη κυβέρνηση και καλλιεργώντας ένα ιδιαίτερα ρευστό πολιτικό σκηνικό.
Η κίνηση αυτή του Γ. Παπανδρέου μεταθέτει (ή επιχειρεί να μεταθέσει) τις πολιτικές διαδικασίες από το ρευστό και δυναμικό κοινωνικό επίπεδο στο διαχειρίσιμο θεσμικό, σύμφωνα μάλιστα με τους όρους και το χρονοδιάγραμμα της κυβέρνησης· ανακατευθύνει και ως ένα βαθμό χειραγωγεί τη λαϊκή κινητοποίηση ορίζοντας το σημείο, το πεδίο και τον ορίζοντα εκτόνωσής της, κερδίζοντας πολιτικό χρόνο και πολιτικό κεφάλαιο και ανακαταλαμβάνοντας τη θέση του οδηγού των εξελίξεων. Τόσο τα αριστερά κόμματα της αντιπολίτευσης, όσο και τα συνδικάτα, τα σωματεία και τα κάθε λογής κοινωνικά κινήματα, θα πρέπει να περιμένουν τη τελική διαμόρφωση των όρων της δανειακής σύμβασης προκειμένου να ξεκινήσουν μια στοχευμένη κριτική της. Εν τω μεταξύ πολλά μπορεί να έχουν αλλάξει στο πολιτικό πεδίο, είτε το δημοψήφισμα πραγματοποιηθεί είτε όχι.
Στην απόφαση αυτή κάποιο ρόλο πρέπει να έπαιξαν και οι στατιστικές που αναδεικνύουν ένα πολιτικό τοπίο ταυτόχρονα παράδοξο και μεταβλητό, όπου οι πολίτες αφενός απογοητεύονται και σταδιακά εγκαταλείπουν τις όποιες ελπίδες τους για μια βιώσιμη για τη κοινωνία διαχείριση του χρέους και της κρίσης μέσω της ευρωζώνης, κι αφετέρου φοβούνται και εμφανίζονται αμήχανοι κι αναποφάσιστοι μπροστά στην ανεξερεύνητη προοπτική εξόδου της χώρας από το ευρώ. Η παρέμβαση του πρωθυπουργού στόχο έχει να ανακόψει τον δυνάμει μετασχηματισμό του φόβου και της αμηχανίας σε μια συνειδητή ριζοσπαστική απόφαση αντιμετώπισης των προκλήσεων της στάσης πληρωμών και της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα. Αυτή η διαδικασία έχει και κάποιες αντικειμενικές συνθήκες, συγκεκριμένα, όσο περνάει ο χρόνος, τόσο θα μειώνονται οι αμφιβολίες των πολιτών και θα αλλάζει το κλίμα κατά της γενικής κατεύθυνσης της κυβερνητικής πολιτικής, ειδικά απ’ όταν θα αρχίσουν να υφίστανται τις συνέπειες της νέας δανειακής σύμβασης στο βιοτικό τους επίπεδο· τότε η λύση της εξόδου θα φαίνεται πολύ πιο ελκυστική και προτιμητέα. Γι αυτό συμφέρει τόσο τον πρωθυπουργό όσο και τους ευρωπαίους ηγέτες και τους δανειστές να τεθεί εγκαίρως ένα καίριο πολιτικό ορόσημο, μέσα και πέρα από το οποίο θα μπορέσει η κυβερνητική πολιτική να προωθήσει τις νέες ανατρεπτικές μεταρρυθμίσεις.
Δεν ξαφνιάζει επ’ αυτού καθόλου η θέση του γαλλο-γερμανικού άξονα – κι όχι μόνο – να λάβει το δημοψήφισμα τη διάσταση του “κοσμογονικού” διλήμματος: χρηματοδότηση με τους τρέχοντες επιβεβλημένους αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις ή έξοδος από το ευρώ, την ευρωζώνη (ίσως κι από την ΕΕ) και άτακτη χρεοκοπία κι απομόνωση. Δεν υπάρχει στρατηγική που να εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά τους από ένα τέτοιο εκφοβιστικό, με τους όρους που θα τεθεί, δίλημμα, ούτε καλύτερη στιγμή για την προκήρυξη της τέλεσής του από αυτό που προηγείται της εαρμογής της νέας σύμβασης. Ακόμη κι αν το δημοψήφισμα δεν λάβει αυτή τη διατύπωση αλλά εκείνη της αποδοχής ή απόρριψης συγκεκριμένων μέτρων, θα φροντίσουν να επικοινωνήσουν σε κάθε τόνο τις αρνητικές συνέπειες μιας αρνητικής ψήφου. Είναι βέβαιο πως αν τελικά προχωρήσει το δημοψήφισμα (έγινε καταρχάς αποδεκτό στο υπουργικό συμβούλιο), θα οργανωθεί μια τέτοια παρέλαση εμπειρογνωμόνων, ειδικών, θεσμικών εκπροσώπων, προβεβλημένων ακαδημαϊκών που και με το μαστίγιο και με το καρότο θα προβάλλει και θα αναπαράγει τα χειρότερα καταστροφολογικά σενάρια επί της προοπτικής εξόδου από την ευρωζώνη. Στα πλαίσια μιας ασαφούς, μη επακριβώς καθορισμένης και χρονικά τοποθετημένης τέλεσης του δημοψηφίσματος, και μόνο το κλίμα που θα μπορούσε εν τω μεταξύ να δημιουργεί, θα ήταν δυνατόν να αναιρέσει κι να προλάβει τη τέλεσή του.
Στα πλαίσια μιας τέτοιας εξέλιξης, η κυβέρνηση θα μπορέσει να ελέγξει, ακόμη περισσότερο, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία, ενώ τώρα μπορεί σε ζητήματα και με τρόπους που δεν θέτουν σε κίνδυνο τη πορεία της Ελλάδας στο ευρώ να ασκούν κριτική στις κυβερνητικές αποφάσεις, τακτικές και πολιτικές, αν απειληθεί, μέσω μιας υπαρκτής και πιιθανής προοπτικής καταψήφισης της δανειακής σύμβασης, η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, τότε όλα μαζί θα παίξουν το παιχνίδι της κυβέρνησης, με την περαιτέρω ενίσχυση της ιδιαίτερα προνομιακής, έως σχεδόν αποκλειστικής, προβολής της φιλο-ευρωπαϊκής/ευρωζωνικής άποψης στα δελτία και της εκπομπές τους, οπωσδήποτε επηρεάζοντας το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Ίσως αυτός ο φαινομενικός “πόλεμος” που ξεκίνησε η κυβέρνηση, μέσω καταγγελτικών αναφορών σε ισχυρά συμφέροντα, εναντίον των ΜΜΕ, να μην είναι τυχαίος αυτή τη χρονική στιγμή.
Με παρόμοιο τρόπο μπορεί να λειτουργήσει η απειλή χρήσης ή η χρήση του δημοψηφίσματος κατά της αντίπαλης παράταξης της ΝΔ, καθώς η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία επί της δανειακής σύμβασης θα εκθέσει την υποκρισία της τελευταίας στην προσπάθειά της να παρουσιαστεί ως φορέας μιας πραγματικά διακριτής εναλλακτικής πρότασης δυνάμενης να επιφέρει καίριες αλλαγές στις διαπραγματεύσεις και στις συμφωνίες της ελληνικής κυβέρνησης με την Τρόϊκα στους κρίσιμους τομείς της ανάπτυξης και των κατώτερων μισθολογίων. Ένα τέτοιο δημοψήφισμα θα φέρει αναπόφευκτα τη κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση στο ίδιο στρατόπεδο της υπεράσπισης της ευρωπαϊκής/ευρωζωνικής πορείας της Ελλάδας, επιτρέποντας στο ΠΑΣΟΚ να εκμεταλλευτεί προς το συμφέρον του τη πολιτική κατεύθυνση της ΝΔ, διατηρώντας παράλληλα την εξουσία κι υπονομεύοντας την στρατηγική εξουσίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτός είναι ουσιαστικά ο λόγος για τον οποίο η ΝΔ αντιτίθεται κατηγορηματικά στη διενέργεια του δημοψηφίσματος: θα ταυτιστεί επί του διλήμματος με τη κυβέρνηση και θα ανατραπεί όλος ο σχεδιασμός της για την αντικατάσταση του ΠΑΣΟΚ στη θέση του κυβερνώντος κόμματος σε περιστάσεις αυξημένης πτωτικής τάσης του εκλογικού του ποσοστού. Όσο πιο γενική είναι η διατύπωση του διλήμματος, εν προκειμένω, τόσο αποδοτικότερος θα είναι ο εγκλωβισμός της αξ.αντιπολίτευσής, αφήνοντάς της λιγότερο χώρο για πολιτικές μανούβρες.
Όσον αφορά την ίδια τη κυβερνητική παράταξη, δεν είναι πρωτοφανής η προσπάθεια του πρωθυπουργού να επιδιώξει συσπείρωση μελών στο κυβερνητικό στρατόπεδο προκαλώντας μια κρίση εξουσίας που δημιουργεί θύελλα αντιδράσεων και αμφισβητήσεων στην αρχή, για να μετατραπεί στη συνέχεια σε συμβολικά και πραγματιστικά ενισχυμένη πρό(σ)κληση ενότητας. Απ’ αυτά τα τεχνάσματα δεν έλειψαν ποτέ και οι λαγοί ή τα δολώματα: βουλευτές που άσκησαν δριμεία κριτική στην ηγεσιά και διελάλησαν την αντίθεσή τους, για λόγους συνείδησης, μόνο και μόνο για να παράσχουν στην συνέχεια ένα παράδειγμα, ένα μοτίβο πολιτικής πράξης υπέρβασης της προσωπικής διαφωνίας για το καλό της παράταξης και της χώρας. Μένει να φανεί πώς θα συμπεριφερθούν οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος στην διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης στη κυβέρνηση τη Παρασκευή.
Επιπλέον, ο πρωθυπουργός φαίνεται να προβάλλει το επιχείρημα πως η συγκρότηση ενός αρραγούς μετώπου εντός της Κ.Ο. θα ισχυροποιήσει το προφίλ της κυβέρνησης παρουσιάζοντας τα αποφασισθέντα μέτρα ως προσωπική επιλογή και κρίση των βουλευτών και υπουργών της. Με άλλα λόγια, όσο πιο ψηλά σηκώσουν τα λάβαρα, υπερασπιζόμενοι τη δανειακή σύμβαση και τις μεταρρυθμίσεις που τη συνοδεύουν, τόσο περισσότερο θα εξυπηρετήσουν τη πολιτική της ευρωζωνικής προοπτικής της Ελλάδας στο δίλημμα δάνειο ή έξοδος από το ευρώ. Αντιθέτως, όσο περισσότερο εμφανίζονται διαιρεμένοι, τόσο θα δίνεται η εντύπωση της έξωθεν επιβολής των μέτρων και της αδυναμίας ενδοκυβερνητικής συμφωνίας, ενισχύοντας τις τάσεις αμφισβήτησης της βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας εντός του ευρώ.
Ακόμη κι αν ληθφούν υπόψη όλα τα παραπάνω, η επιλογή του δημοψηφίσματος – αν δεν αλλάξει η διατύπωση με τρόπο που να μην προεξοφλείται η έξοδος από το ευρώ στην περίπτωση υπερίσχυσης των αρνητικών ψήφων, κάτι που καθόλου δεν πρέπει να αποκλειστεί – ενέχει και κινδύνους για τη κυβέρνηση, ενώ καταδεικνύει και το δημοκρατικά ανούσιο της διεξαγωγής του. Αν η ψήφος είναι αρνητική, τότε μόνη βέβαιη λύση θα είναι οι κοινοβουλευτικές εκλογές ενώ αν είναι θετική, τότε παρά τη φαινομενικά ανανεωμένη λαϊκή εντολή, δεν θα έχει επιλυθεί το μείζον πολιτικό ζήτημα, η αντιπροσωπευτικότητα του κοινοβουλίου σε σχέση με τις πολιτικές ισορροπίες στη κοινωνία.