Διαβάσαμε την παρακάτω είδηση και τρομάξαμε. Σε 35σέλιδο επικαιροποιημένο άρθρο τους οι τρεις οικονομολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζουν μέσα από μαθηματικές διαπιστώσεις και στατιστικές αποτυπώσεις ένα σχέδιο για το πώς η ΕΚΤ μπορεί να παρέμβει για μια συνολική λύση στο πρόβλημα χρέους των χωρών της ευρωζώνης. Οι επίδοξοι εν λόγω οικονομολόγοι είναι οι Μηλιός, Λαπατσιώρας και Σωτηρόπουλος. Τρομάξαμε γιατί μέσα σε 35 σελίδες προσπαθούν να πουν περίτεχνα πώς ο εργάτης, ο υπάλληλος, ο ελευθεροεπαγγελματίας, ο μικρομεσαίος, ο αγρότης και προπαντώς ο νέος θα συνεχίσει να είναι ζεμένος στο μαγγανοπήγαδο του χρέους και μάλιστα υπό την αποικιακή κηδεμονία της ΕΚΤ.
Μια “τεχνική λύση” προς όφελος των δανειστών
Ο υπεύθυνος Οικονομικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννης Μηλιός, και ο Σπύρος Λαπατσιώρας, που συμμετέχει και στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, προσπάθησαν να δώσουν μια εκτενή «“τεχνική λύση” για το πρόβλημα της υπερχρέωσης στη Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ)», η οποία «παρακάμπτει» το «κούρεμα» για μια σειρά λόγους. Με άλλα λόγια ψάχνουν μια “τεχνική λύση”, που θα αποκλείει ακόμη και το “κούρεμα” του χρέους.
Οι τρεις οικονομολόγοι προτείνουν η ΕΚΤ να αποκτήσει «(ολόκληρο) το χρέος και των 18 χωρών της ΖτΕ που βρίσκεται πάνω από το 50% του ΑΕΠ της κάθε χώρας και να το μετατρέψει σε ομόλογα μηδενικού κουπονιού (zero coupon bonds)». Με αυτό τον τρόπο θεωρούν ότι «το χρέος που αποκτά αρχικά η ΕΚΤ (το κατώφλι του 50% του ΑΕΠ στο βασικό μας σενάριο μπορεί να είναι διαφορετικό) τοκίζεται με επιτόκιο μικρότερο από τη μακροχρόνια μεγέθυνση (g>e) και έτσι σταδιακά θα μειώνεται σε σχέση με το ΑΕΠ». Με αυτό τον τρόπο υποστηρίζουν ότι «η ΕΚΤ αναλαμβάνει να διαχειριστεί για μεγάλο διάστημα σημαντικό τμήμα του χρέους της ΖτΕ, χωρίς στρατηγικού χαρακτήρα μεταβιβάσεις και χωρίς “πραγματικό” κούρεμα της ονομαστικής αξίας του χρέους παρ’ όλο που ό,τι κάνει λειτουργεί ως τέτοιο».
Όπως καταλαβαίνετε η “τεχνική λύση” που προτείνουν στηρίζεται σε τρεις αξιωματικές παραδοχές, που έχουν τόση σχέση με την πραγματικότητα, όσο τα δις του Σώρρα.
Πρώτο: Ας θεωρήσουμε ότι η ΕΚΤ δέχεται να φορτωθεί σχεδόν το μισό από το υφιστάμενο δημόσιο χρέος όλων των χωρών της ευρωζώνης, δηλαδή γύρω στα 4,5 τρις ευρώ. Ας δεχτούμε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει – δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς, αλλά το δεχόμαστε για λόγους συζήτησης – χωρίς να καταρρεύσει η ΕΚΤ κάτω από το βάρος ενός τεράστιου ισολογισμού, ο οποίος θα ξεπερνά τα 7 τρις ευρώ, ή γύρω στο 70% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Μπορεί να μας πει κάποιος απ’ αυτούς του ευφυέστατους οικονομολόγους, τι περιοριστικές πολιτικές θα εφαρμόσει η ΕΚΤ για να συντηρήσει έναν τέτοιο ισολογισμό; Σήμερα για να συντηρήσει έναν ισολογισμό της τάξης των 2-3 τρις ευρώ τον χρόνο, συνθλίβει τις οικονομίες της ευρωζώνης. Φαντάζεται κανείς τι θα συμβεί αν εφαρμοστεί η πρόταση των ευφυέστατων οικονομολόγων του ΣΥΡΙΖΑ;
Δεύτερο: Ποιος καθορίζει και εγγυάται τους μακροπρόθεσμους ρυθμούς ανάπτυξης; Και μάλιστα όταν η ευρωζώνη μόλις και μετά βίας κινείται με ρυθμούς λίγο πάνω από το μηδέν; Πώς είναι δυνατόν να καθοριστούν επιτόκια κάτω από τους ρυθμούς ανάπτυξης που κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα υπάρξουν; Όμως, ακόμη κι αν αυτό το πετύχει η ΕΚΤ – κοιτώντας προφανώς στη μαγική σφαίρα των μαθητευόμενων μάγων, συγνώμη των ευφυέστατων οικονομολόγων του ΣΥΡΙΖΑ – για να μην αυξάνεται το χρέος, θα πρέπει όλες οι χώρες να κυνηγάνε εσαεί και αιωνίως τα πρωτογενή πλεονάσματα. Και μάλιστα σε τέτοιο ύψος που να είναι αρκετό για να εξυπηρετήσει το σύνολο των τοκοχρεωλυτικών υποχρεώσεων κάθε κράτους προς την ΕΚΤ. Είναι ποτέ δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο; Κι αν επιχειρηθεί, τότε αναγκαστικά θα οδηγήσει τα κράτη σε μια ατελέσφορη και αδιέξοδη περιοριστική πολιτική για να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα. Σε τι διαφέρει από αυτό που συμβαίνει σήμερα;
Τρίτο: Απομείωση του χρέους μπορεί να υπάρξει μόνο όταν δεν υπάρχει ανάγκη νέου δανεισμού. Και κυρίως όταν δεν υπάρχει ανάγκη νέου δανεισμού για να εξυπηρετηθεί το τρέχων χρέος. Η Ελλάδα, σύμφωνα με την κυβέρνηση έχει να πληρώσει το 2015 γύρω στα 20 δις ευρώ τόκους και ληξιπρόθεσμα ομόλογα. Το ΔΝΤ ανεβάζει αυτές τις υποχρεώσεις γύρω στα 25 δις ευρώ. Ας υποθέσουμε ότι η ΕΚΤ ακολουθεί την πρόταση των ευφυέστατων οικονομολόγων του ΣΥΡΙΖΑ. Η εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων αυτών θα μετακινηθεί σε μια ετήσια καταβολή ίδιου ύψους. Μπορεί να μας πει κανείς που θα τα βρει η χώρα για να τα πληρώσει; Ή θα πρέπει να παράξει ισάξιο πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης τουλάχιστον 14% επί του ΑΕΠ, ή να δανειστεί εκ νέου. Κι επειδή τέτοιο πρωτογενές πλεόνασμα είναι αδύνατον να υπάρξει – ακόμη και στη μαγική σφαίρα των Μηλιού, Λαπατσιώρα, Σωτηρόπουλου – η χώρα θα αναγκαστεί να δανειστεί για να πληρώσει. Δηλαδή, θα ακολουθήσει το γνωστό φαύλο κύκλο που την έφερε σ’ αυτήν την κατάσταση χρεοκοπίας.
Η ΕΚΤ αποκτά εξουσίες φεουδάρχη
Περιττό να πούμε το τι εξουσίες θα αποκτήσει η ΕΚΤ σε βάρος των λαών και των κρατών μελών, αν τυχόν και εφαρμοστεί μια τέτοια πρόταση. Αν τώρα η ΕΚΤ έχει υπερεξουσίες έναντι των κρατών μελών και συνιστά έναν μηχανισμό παντελώς ανεξέλεγκτο, φανταστείτε τι θα γίνει έτσι και εφαρμοστεί μια ανάλογη πρόταση. Θα μεταβληθούν όλοι οι λαοί της ευρωζώνης σε αληθινούς δουλοπάροικους της ΕΚΤ και μάλιστα εσαεί.
Κι όλα αυτά γιατί; Διότι προφανώς η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ έχει αναλάβει την υποχρέωση έναντι των δανειστών να μην θέσει καν ζήτημα “κουρέματος” του χρέους. Να γιατί ο Γ. Δραγασάκης σε πρόσφατη συνέντευξή του («Real News» 27/9/2014) είχε δηλώσει ότι «αντί για “κούρεμα”, μπορεί να υπάρξει απόσυρση του μεγαλύτερου μέρους του χρέους». Μόνο που τα ίδια ισχυρίζεται και η κυβερνώσα συμμορία. Το χρέος δεν χρειάζεται κούρεμα, γιατί είναι βιώσιμο. Ποια η διαφορά με τις προτάσεις των επιφανών οικονομολόγων του ΣΥΡΙΖΑ;
Όπως καταλαβαίνει ακόμη κι ο πιο αφελής, όλα γίνονται για το χρίσμα. Το χρίσμα των δανειστών, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τη νομή της εξουσίας. Κι επειδή οι διαφορές στις προτάσεις για το χρέος όλο και λιγοστεύουν με την κυβερνώσα συμμορία, γι’ αυτό και έχουν επιδοθεί να ανακαλύψουν τη διαφορά σε “τεχνικές λύσεις”. Μόνο που η άγνοια των ευφυέστατων οικονομολόγων του ΣΥΡΙΖΑ είναι ευθέως ανάλογη με τις σκοτεινές σκοπιμότητες που υπηρετούν. Κι έτσι δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να προτείνουν σε επίπεδο ευρωζώνης τη δημιουργία ενός τοκοχρεωλυτικού κεφαλαίου (sinking fund) υπό την ΕΚΤ.
Επαναφέρουν μια χρεοκοπημένη “τεχνική λύση” του 19ου αιώνα
Η ιδέα δημιουργίας ενός sinking fund για την απομείωση του χρέους είναι τόσο παλιά όσο και οι πέτρες. Εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Βρετανία το 1716 κι από τότε κάθε φορά που το χρέος ξεπερνούσε κάθε δυνατότητα εξυπηρέτησης και οι πιέσεις από την κοινωνία και την προοδευτική κοινότητα εντείνονταν με σκοπό τη διαγραφή έστω μέρους του χρέους, οι κυβερνήσεις της ολιγαρχίας αντιπρότειναν πάντα ένα σχέδιο sinking fund. Με πολύπλοκους υπολογισμούς, στατιστικές και μαθηματικές αποτυπώσεις πρότειναν την καλύτερη “τεχνική λύση”. Μόνο που καμιά από όλες αυτές δεν πέτυχε ποτέ την απομείωση του χρέους. Απλά διευκόλυναν τη διαιώνισή του σε βάρος της εργαζόμενης κοινωνίας.
O Γιουίλιαμ Κόμπετ, ένας από τους πιο διάσημους και ταλαντούχους προοδευτικούς δημοσιολόγους στη Βρετανία του 19ου αιώνα, έγραφε στα 1830 σχετικά με τα ποικίλες “τεχνικές λύσεις” του sinking fund: “Έχω επανειλημένα δηλώσει και νομίζω έχω αποδείξει ότι το τοκοχρεωλυτικό κεφάλαιο (sinking fund) δεν έχει μειώσει καθόλου το εθνικό χρέος. Ότι δεν έχει την παραμικρή τάση για απομείωση αυτού του χρέους. Κι ότι οι λέξεις, απομείωση, αποπληρωμή, ρευστοποίηση, κλπ., κλπ., όσον αφορά στα αποτελέσματα αυτού του κεφαλαίου, του αποδίδονται εντελώς λανθασμένα και έχουν σαν σκοπό να εξαπατήσουν τον λαό...” (Selections from Cobbett’s Political Works, Volume 2, London, 1835, σ. 2)
Ένας άλλος οικονομολόγος, ίσως ο τελευταίος από τους κλασσικούς της πολιτικής οικονομίας, ο Τζέιμς Ράμσεϊ Μακάλοχ, έγραφε σχετικά με την επινόηση της “τεχνικής λύσης” του sinking fund: “Κι όμως αυτή η άχρηστη χημική ένωση αυταπάτης και ανοησίας επικροτήθηκε από όλα τα κόμματα. Η αντιπολίτευση συναγωνιζόταν με το υπουργείο σε επευφημίες και εγκώμια. Το τοκοχρεολυτικό κεφάλαιο (sinking fund) θεωρήθηκε απ’ όλους ως το μεγάλο προπύργιο της χώρας… Και η αυταπάτη ήταν τόσο διαρκής και ισχυρή, που ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια εμπειρία από αυτή την χειρότερη από το τίποτα, όταν ένα νέο χρηματοδοτικό σχέδιο εισήχθη το 1807, περιλάμβανε ένα σύστημα ελέγχων προκειμένου να αποτρέψει τα κακά που θα προέρχονταν από τη δυνατότητα του τοκοχρεολυτικό κεφάλαιο να συσσωρευθεί δίχως όρια και να κατακλύσει την χώρα με μια πλημμύρα πλούτου, μέσα από “μια πολύ γρήγορη απαλλαγή από το χρέος”. Αμφιβάλουμε αν και κατά πόσο η ιστορία του κόσμου μπορεί να δώσει άλλο παράδειγμα ερωτικής τρέλας. Αν το τοκοχρεολυτικό κεφάλαιο προερχόταν από ακατάληπτα δόγματα, αν απευθυνόταν στα λαϊκά αισθήματα και πάθη, ή αν η έννοια της αποτελεσματικότητάς του προερχόταν από τον όχλο, η επικράτηση αυτής της αυταπάτης λιγότερο ασύδοτη. Όμως από την πρώτη στιγμή ήταν θέμα υπολογισμών. Την λύση υποστήριξαν μερικοί από τους πιο ενημερωμένους ανθρώπους της χώρας, οι οποίοι συνέχισαν για πάνω από είκοσι χρόνια να πιστεύουν ότι μείωναν δραστικά το χρέος με τη βοήθεια του τοκοχρεολυτικού κεφαλαίου, το οποίο ολόκληρο το διάστημα συντηρούνταν με καινούργια δάνεια!” (J. R. McCulloch, A Treatise on the Principles and Practical Influence of Taxation and the Funding System, Edinburgh, 1863, σ. 481-482).
Κι όλα αυτά γιατί; Διότι οι πολιτικές δυνάμεις της Βρετανίας της εποχής έτρεμαν ακόμη και στην ιδέα “της πολύ γρήγορης απαλλαγής από το χρέος”, μέσα από τη διαγραφή του. Κάτι που ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε να συμβεί τόσο για έναν μάχιμο πολιτικό συγγραφέα σαν τον Κόμπετ, όσο και για έναν ακαδημαϊκό όπως τον Μακάλοχ. Κι έτσι συσκότιζαν το όλο ζήτημα μέσα από πολύπλοκους υπολογισμούς δήθεν απομείωσης του χρέους διαμέσου “τεχνικών λύσεων” τύπου sinking fund. Μόνο και μόνο για να μην φανεί πόσο ταυτισμένοι ήταν με τα συμφέροντα της χρηματιστικής ολιγαρχίας που δάνειζε το κράτος.
Όταν ο Γλάδστων εμφάνισε μετά τυμπανοκρουσιών το 1852 μια ακόμη άρτια “τεχνική λύση” που θα απομείωνε το χρέος χωρίς “κούρεμα”, ή διαγραφή, ο Μαρξ βρήκε την ευκαιρία να ειρωνευτεί τους επινοητές τέτοιων σχεδίων και να γράψει: ” Ίσως να μην υπάρχει σε γενικές γραμμές μεγαλύτερη απάτη από τα λεγόμενα χρηματοοικονομικά. Οι πιο απλές εργασίες σχετικά με τον προϋπολογισμό και το δημόσιο χρέος καλύπτονται από τους μύστες αυτής της απόκρυφης επιστήμης με μια δυσνόητη ορολογία, αποκρύπτοντας τους τετριμμένους ελιγμούς για τη δημιουργία αποθεμάτων διαφορετικής απόδοσης – την μετατροπή των παλαιών αποθεμάτων σε νέα, τη μείωση των τόκων και την αύξηση του ονομαστικού κεφαλαίου, την αύξηση του τόκου και τη μείωση του κεφαλαίου, την εγκατάσταση των ασφαλίστρων, των μπόνους, των ειδικών ομολόγων, τη διάκριση μεταξύ στις εξαγοράσιμες και μη εξαγοράσιμες προσόδους, την κατά βαθμίδες τεχνική μεταφοράς των χαρτιών διαφορετικής έκδοσης – κατά τρόπο που εξαπατά το κοινό με αυτούς τους απεχθείς σχολαστικούς υπολογισμούς χρηματισμού και την φοβερή πολυπλοκότητα των στοιχείων, ενώ οι τοκογλύφοι αποκτούν με κάθε νέο τέτοιο σχέδιο, μια ανυπόμονη ευκαιρία για την ανάπτυξη της αδίστακτης και αρπακτικής τους δραστηριότητας.” (K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 12, σ. 55).
Τα τελευταία αυτά λόγια του Μαρξ τα αφιερώνουμε ιδιαίτερα στο Μηλιό και την παρέα του, που επί χρόνια αυτοπροβάλονται ως “αυθεντικοί μαρξιστές” ποδοπατώντας κατάφωρα κάθε έννοια λογικής και θεωρίας. Με την ίδια αδίστακτη και προκλητική διάθεση που θέλουν, διαμέσου μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, να βιάσουν βάναυσα τον Έλληνα εργαζόμενο και την χώρα με τις “τεχνικές λύσεις” που προτείνουν. Έλεος πια με δαύτους!
Πηγή: Ιστολόγιο Δημήτρη Καζάκη