Είναι πάντα πιθανό και πράγματι συμβαίνει πολύ συχνά, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης να ισχυρίζονται πως η “δημοσιονομική κρίση” έχει προκαλέσει μαζικές διαμαρτυρίες, απεργίες και νέες μορφές πολιτικής κινητοποίησης στην Ελλάδα. Αν και είναι αλήθεια ότι υπάρχει μια δημοσιονομική κρίση, δεν θα πρέπει να γίνεται κατανοητή ως μια περιοδική δυσκολία που μια χώρα ή μια περιοχή περνάει περιοδικά ώστε να να απολαύσει εκ νέου το δεδομένο οικονομικό καθεστώς. Αυτό που αναδύεται με ταχύ και ξέφρενο ρυθμό είναι ένας αστερισμός νεο-φιλελεύθερων πρακτικών που εγκαθιδρύουν ένα νέο παράδειγμα σκέψης για τη σχέση μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών μορφών καθώς και τροπικότητες ορθολογισμού, ηθικής και συγκρότησης του υποκειμένου.
Και το πρόβλημα που ωθεί δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στο δρόμο δεν είναι απλώς η ανάδυση τεχνολογικών τρόπων εργασίας και νέων τρόπων υπολογισμού της αξίας της εργασίας και της ζωής. Πολύ περισσότερο, ο νεοφιλελευθερισμός λειτουργεί παράγοντας αναλώσιμους πληθυσμούς· εκθέτει τους πληθυσμούς στην επισφάλεια· εδραιώνει τρόπους εργασίας που προϋποθέτουν πως η εργασία θα είναι πάντοτε προσωρινή· καταλύει μακρόβιους θεσμούς κοινωνικής δημοκρατίας, αποστερεί κοινωνικές υπηρεσίες από εκείνους που είναι ριζικά απροστάτευτοι – τους φτωχούς, τους άστεγους, τους μη καταγεγραμμένους – επειδή η αξία των κοινωνικών υπηρεσιών ή των οικονομικών δικαιωμάτων σε βασικά αγαθά όπως η στέγη και η τροφή, έχει αντικατασταθεί από έναν οικονομικό λογισμό που αποδίδει αξία μόνο στις επιχειρηματικές ικανότητες του ατόμου και στιγματίζει ηθικά όλους όσους αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους ή να αξιοποιήσουν τον καπιταλισμό προς όφελός τους.
Όταν λοιπόν ρωτάμε γιατί τόσοι χιλιάδες άνθρωποι κατεβαίνουν στους δρόμους γι αυτή τη “δημοσιονομική” κρίση, είναι επειδή αντικρύζουν και αντιτίθενται σε ένα ολόκληρο οικονομικό καθστώς που συγκεντρώνει τον πλούτο στα χέρια πολύ λίγων με επιταχυνόμενους ρυθμούς καθώς αυξάνει τον αριθμό εκείνων που ζουν σε καθεστώς φτώχειας και εκτίθενται σε μορφές επισφάλειας για τις οποίες δεν υπάρχει ακόμη καμία θεσμική προστασία. Όταν πληθυσμοί βρίσκονται εγκαταλελειμμένοι σε συνθήκες τεχνητής επισφάλειας, κατανοούν πως δεν εκπροσωπούνται πλέον από πολιτικά καθεστώτα που είνα αδιαχώριστα από νεο-φιλελεύθερες μορφές εξουσίας και ορθολογικότητας. Σε αυτό το σημείο, οι ισχυρισμοί περί δημοκρατικότητας του κράτους τίθενται σε αμφισβήτηση· ποιό είναι πλέον το “εμείς” που εκπροσωπείται από κυβερνήσεις που οι ίδιες καθοδηγούνται και προωθούν νεο-φιλελεύθερες μορφές οικονομίας που βασίζονται σε αναλώσιμους πληθυσμούς, αντικαταστάσιμη εργασία (μέσω “ελαστικών” μοντέλων), σε εγκαταλελειμμένους πληθυσμούς, αποκλεισμένους από το “εμείς” που εκπροσωπείται από δημοκρατικές κυβερνήσεις και θεσμούς; Οι εγκαταλελειμμμένοι, λοιπόν, συναθροίζονται και επιμένουν πως παραμένουν ακόμη οι “εμείς” που η δημοκρατία πρέπει να εκπροσωπεί, πως η αναλωσιμότητά τους θέτει υπό αμφισβήτηση τον ισχυρισμό πως οποιαδήποτε νεο-φιλελεύθερη κυβέρνηση μπορεί να είναι δημοκρατική. Αν είναι η δημοκρατία να έχει κάποιο νόημα, τότε πρέπει να εκφράζει τη βούληση του λαού, κι αυτό που βλέπουμε επι τόπου, που αντικρύζουμε στο δρόμο, κι ο θόρυβος που ακούμε στις πλατείες, είναι ακριβώς η αποκατάσταση της λαϊκής βούλησης, η σωματική συνάθροιση και επιμονή ενός λαού που δεν είναι πρόθυμος να αναλωθεί και μέσω του οποίου βλέπουμε να επιτελούνται κοινωνικές μορφές ριζοσπαστικής δημοκρατίας, οι οποίες περιλαμβάνουν σχέσεις ισότητας και αμοιβαίας εξάρτησης.
Το πρόβλημα δεν είναι μια δημοσιονομική κρίση η διάσωση της οποίας θα επαναφέρει τα πράγματα στη κανονική τους κατάσταση. Το πρόβλημα είναι πως οι νεο-φιλελεύθερες μορφές πολιτικής και οικονομικής εξουσίας κατα κανόνα εγκαταλείπουν πληθυσμούς σε συνθήκες επισφάλειας και πως αυτή η περιοδική και τακτική εγκατάλειψη λαών έχει η ίδια γίνει ο κανόνας. Ως αποτέλεσμα, η απαίτηση στους δρόμους δεν είναι να “επιλυθεί” αυτή η δημοσιονομική κρίση, αλλά να τονιστεί πως η κατεδάφιση του νεο-φιλελευθερισμού είναι επιτακτική για την ανανέωση της ριζοσπαστικής δημοκρατίας.