Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Δυτική διπλωματία και οι διαφαινόμενοι στόχοι της στη διαχείριση της κρίσης στη Λιβύη

Καθώς οι στρατιωτικές συγκρούσεις δείχνουν να οδηγούνται σε αδιέξοδο, οι δυτικές δυνάμεις της συμμαχίας και το λιβυκό καθεστώς επιδίδονται σε διπλωματικό, πολιτικό, επικοινωνιακό πόλεμο νεύρων, σε ψυχολογικό πόλεμο.

Προξενεί παρόλαυτά προβληματισμό η απόλυτα αρνητική στάση που δείχνουν να υιοθετούν σταδιακά όλοι οι κύριοι πυλώνες της συμμαχικής επέμβασης στη Λιβύη όσον αφορά την αδιαπραγμάτευτη αποχώρηση από τη χώρα του Καντάφι αλλά και των γιών του, όλης της οικογένειάς του, από τη Λιβύη και την κάθετη απόρριψη οποιασδήποτε διπλωματικής προσέγγισης που θα αναγνώριζε κάποια διαπραγματευτική ισχύ-νομιμότητα στο λιβυκό καθεστώς.

Προξενεί προβληματισμό, εννοείται, μόνο αν κάποιος πιστέψει τις πρότερες εξαγγελίες της “συμμαχίας” ως προς τον στόχο της στρατιωτικής επιχείρησης, τη προστασία των αμάχων και τη παύση των πολεμικών συγκρούσεων, που όσο περνούν οι μέρες μετασχηματίζεται σε αφορμή και μέσο για έναν απώτερο σκοπό. Θα μπορούσαν να υπάρχουν διάφοροι λόγοι για την ανυποχώρητη αυτή στάση.

Ίσως ο στόχος αυτού του ψυχολογικού πολέμου δεν είναι τόσο, σε πρώτη φάση, ο ίδιος ο Καντάφι και οι γιοι του, όσο οι άνθρωποι γύρω τους. Το μήνυμα που θέλουν να μεταφέρουν στους αξιωματούχους που παραμένουν πιστοί στο καθεστώς είναι πως δεν έχουν κανένα μέλλον δίπλα στον Λίβυο ηγέτη και πρέπει είτε να παραιτηθούν το συντομότερο δυνατόν, είτε ακόμη και να προσχωρήσουν στην άλλη πλευρά, με μια χειρονομία που θα τους απάλλασσε σε κάποιο βαθμό από τη πιθανότητα και τη  προοπτική δίωξης από τους αντι-καθεστωτικούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, όσο καθυστερούν να προβούν σε μια τέτοια κίνηση, τόσο χειρότερα γι αυτούς, καθώς θα μειωθούν δραματικά οι πιθανότητες να τύχουν ευνοϊκής αντιμετώπισης, πχ να αναλάβουν μια θέση στο μετεπαναστατικό πολιτικό σκηνικό.

Αν και οι δυτικές δυνάμεις απευθύνονται στους αξιωματούχους του Καντάφι, αυτό γίνεται πάντα με στόχο τον ίδιο, γιατί όσο περισσότερο ανησυχεί ο ίδιος για τη τύχη του, τόσο περισσότερο υπονομεύεται η εμπιστοσύνη και η αφοσίωση του στενού του κύκλου στο πρόσωπό του και στην εξουσία του. Αν καταφέρουν να οδηγήσουν τον Καντάφι σε τέτοιο αδιέξοδο ώστε να αναζητήσει καταφύγιο εκτός της Λιβύης πριν οδηγηθούν τα πράγματα σε μια τελική σύγκρουση και σε οριακή κλιμάκωση, η οποία και κόστος οικονομικό/ανθρώπινο/πολιτικό θα έχει – που θα θέσει σε κίνδυνο και τη συνοχή της δυτικής συμμαχίας – και θα παρατείνει τη σύγκρουση πέραν του κοντινού μέλλοντος (αν δεν αλλάξουν σημαντικά οι όροι της σύγκρουσης, πχ με μαζικό εξοπλισμό των αντικαθεστωτικών), κάτι που σίγουρα δεν θέλουν οι “σύμμαχοι” παρά την αίσθηση ενότητας και αποφασιστικότητας που προσπαθούν να μεταδώσουν, τότε θα έχουν πετύχει και τη σημαντικότατη ίσως πολιτική νίκη στην εν λόγω διαμάχη, καθώς δεν θα χρειαστεί να συνδιαλλαγούν και να κάνουν συμβιβασμούς με το λιβυκό καθεστώς και τους ανθρώπους του (στο βαθμό δηλαδή που παραμένουν άνθρωποι του καθεστώτος Καντάφι), οπότε θα έχουν το μέγιστο δυνατό έλεγχο επί της πολιτικής κατάστασης “την επόμενη μέρα” την ίδια στιγμή που η εξάρτηση των αντικαθεστωτικών από τη Δύση θα έχει υπονομεύσει σημαντικότατα την όποια πολιτική αυτονομία τους – πέρα από την ελίτ του Εθνικού Μεταβατικού Συμβούλιου, για το οποίο αυτό είναι δεδομένο.

Αυτή είναι μια στρατηγική υψηλού ρίσκου, ασφαλώς, καθώς ο Καντάφι δεν δείχνει να έχει σκοπό να εγκαταλείψει τη μάχη για την εξουσία (έχει δει κι άλλες δύσκολες μέρες) κι όσο διατηρεί κατά το δυνατόν σταθερό το μέτωπο της στρατιωτικής αντιπαράθεσης, θα παραμένουν σταθερά και τα θεμέλια της πολιτικής εξουσίας του. Αν το μέτωπο αρχίσει να καταρρέει χωρίς προοπτική ανασυγκρότησης, η κατάρρευση μπορεί να επισπευσθεί βίαια. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Stavrides του ΝΑΤΟ δίνει μεγάλη έμφαση στη πίεση που μπορεί να ασκήσει μια κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Είναι αλήθεια ότι με τη τρέχουσα στασιμότητα στο στρατιωτικό πεδίο, οι “σύμμαχοι” αποδίδονται όλο και περισσότερο σε πόλεμο νεύρων, σε ψυχολογικό πόλεμο εναντίον του Καντάφι, όμως το μεγαλύτερο και πιο ανεξέλεγκτο ψυχολογικό αντίκτυπο το καταφέρνουν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις και κυρίως οι στρατιωτικές ήττες ή η αυξημένη απειλή της ήττας και των μη αναστρέψιμων απωλειών.

Αυτή είναι μια στρατηγική υψηλού ρίσκου, γιατί μπορεί να αποτύχει και να εγκλωβίσει το καθεστώς στον πολιτικό και στρατιωτικό μονόδρομο της μάχης μέχρι εσχάτων, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Η στάση αυτή των δυτικών δυνάμεων καταδεικνύει ότι τελικά μέλημά τους δεν είναι η προστασία των αμάχων, δεν είναι η εξεύρεση διπλωματικής λύσης και η ταχύτερη δυνατή έξοδος με το πέρασμα σε μια μεταβατική κατάσταση που θα δώσει τέλος στις εμπόλεμες διαμάχες. Στρατηγικός στόχος της Δύσης είναι το μέγιστο πολιτικό κέρδος, ο μέγιστος δυνατός έλεγχος μέσω της οικονομικής/πολιτικής ενσωμάτωσης της περιοχής στη σφαίρα της “Δύσης”.
Εξάλλου από την αρχή η επέμβαση φάνηκε πως είχε ως μόνο στόχο αλλά και αποτέλεσμα την ενδυνάμωση και ενθάρρυνση των αντικαθεστωτικών να συνεχίσουν τις πολεμικές συγκρούσεις, κατά παράβαση των δηλωμένων στόχων της, οδηγώντας στη παράτασή τους και σε αυξημένες απώλειες.