Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Νέα έκρηξη στον αγωγό μεταφοράς φυσικού αερίου από την Αίγυπτο στο Ισραήλ

Νέα επίθεση δέχτηκαν οι εγκαταστάσεις μεταφοράς φυσικού αερίου από την Αίγυπτο στο Ισραήλ στο βόρειο ΣινάΜια νέα επίθεση σημειώθηκε εναντίον του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από την Αίγυπτο προς το Ισραήλ και την Ιορδανία, στο βόρειο τμήμα της Χερσονήσου Σινά, νωρίς το πρωί της Δευτέρας.

Το περιστατικό εντείνει ακόμη περισσότερο τις εύθραυστες σχέσεις Ισραήλ και Αιγύπτου, που δοκιμάζονται σημαντικά μετά την πτώση του καθεστώτος του Hosni Mubarak, και έπεται μιας σειράς επιθετικών ενεργειών που έλαβαν χώρα την τελευταία εβδομάδα με επίκεντρο τη συνοριακή περιοχή μεταξύ Αιγύπτου και Λωρίδας της Γάζας.

Είναι η 14η επίθεση που σημειώνεται εναντίον των εγκαταστάσεων μεταφοράς φυσικού αερίου από τη πτώση του Hosni Mubarak, σημαντικού εταίρου των ΗΠΑ και του Ισραήλ στην περιοχή, που επήλθε ως αποτέλεσμα της αραβικής εξέγερσης στη χώρα κατά της κρατικής αυθαιρεσίας και καταστολής και των εφαρμοζόμενων πολιτικών και οικονομικών μέτρων.

Επίσης, είναι η 5η επίθεση που λαμβάνει χώρα από τα μέσα Δεκεμβρίου. Η 11η κατά σειρά επίθεση κατά των ενεργειακών εγκαταστάσεων έλαβε χώρα στις 5 Φεβρουαρίου, η 12η στις αρχές Μαρτίου, ενώ για τη 13η δεν φαίνεται να υπάρχουν σαφείς πληροφορίες, αλλά πρέπει να έλαβε χώρα στο μεσοδιάστημα του ενός Μαρτίου-Απριλίου. Η συχνότητα των επιθέσεων παραδόξως έχει περιορίσει την έκταση των ζημιών, καθώς οι πιο ευάλωτες εγκαταστάσεις παραμένουν ανενεργές για διάστημα αρκετών εβδομάδων μετά τη στόχευσή τους.

Αυτή συστηματική στόχευση των αγωγών φυσικού αερίου, που διαχειρίζεται η Gasco, θυγατρική της κρατικής εταιρείας EGAS, αποδίδεται τόσο σε οικονομικά, όσο και σε πολιτικά αίτια: αφενός θεωρείται πως η συμφωνία έχει συναφθεί με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους για το Ισραήλ, στερώντας υπολογίσιμα κεφάλαια από τον κρατικό προϋπολογισμό – για τα έσοδα του οποίου διεκδικείται η κοινωνικά δικαιότερη κατανομή τους –  κι αφετέρου αντιπροσωπεύει στα μάτια της πλειοψηφίας του αιγυπτιακού λαού την έξωθεν επιβεβλημένη συνέργεια των Αραβικών καθεστώτων με το Ισραήλ (σε βάρος των Παλαιστινίων).

Στις άνωθεν αιτίες θα πρέπει να συνυπολογιστούν οι ειδικές συνθήκες στη Χερσόνησο του Σινά, που κατοικείται κατά κύριο λόγο από φυλές Βεδουΐνων (που αριθμούν περί τα 360,000 περίπου μέλη στη χώρα) οι οποίες μαστίζονται από υψηλότατο ποσοστό ανεργίας που φθάνει το 90% και υποφέρουν από έλλειψη στοιχειωδών υποδομών ύδρευσης, ηλεκτροδότησης και εκπαίδευσης, και αναγκάζονται να καταφεύγουν στο εμπόριο όπλων και τη συγκρότηση ένοπλων συμμοριών που συνεργάζονται με ακραίες ισλαμιστικές ομάδες, για να μπορέσουν να επιζήσουν.

Ειδικά από τον καιρό της έναρξης των αραβικών εξεγέρσεων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική το τελευταίο έτος, η Χερσόνησος του Σινά φέρεται να έχει γίνει καταφύγιο για αρκετές ισλαμιστικές ομάδες, από τις οποίες κάποιες φέρονται να σχετίζονται με το Ιράν, άλλες με την Al Qaeda που έχει ως βάση της την Υεμένη, και άλλες ομάδες που ασπάζονται την ιδεολογία της Jihad. Σημαντική ενίσχυση στις δραστηριότητες αυτών των ομάδων φαίνεται πως προσέφερε η πτώση του Muammar Qadhafi στη Λιβύη, που επέτρεψε σε Ισλαμιστές μαχητές να λεηλατήσουν πρώην αποθήκες πυρομαχικών και όπλων του λιβυκού στρατού και να εξαγάγουν τα λάφυρα σε διάφορες χώρες και οργανώσεις. Μεταξύ των όπλων που σύμφωνα με πληροφορίες του αιγυπτιακού στρατού και υπουργείου εσωτερικών έχουν κατακλύσει την Αίγυπτο, περιλαμβάνονται οπλοπολυβόλα, υποπολυβόλα, εκτοξευτήρες πυραύλων και όλμοι.

Από αυτό το οπλοστάσιο μπορεί να προέρχονται και οι πύραυλοι Katyusha που εκτοξεύτηκαν μετά τα μεσάνυχτα, νωρίς το πρωί της Πέμπτης 5 Απριλίου κατά της τουριστικής πόλης Eilat στο νότιο Ισραήλ. Οι πύραυλοι έφτασαν πολύ κοντά σε κατοικημένες περιοχές, χωρίς να προκαλέσουν όμως θύματα ή υπολογίσιμες ζημιές. Οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF) εκτιμούν πως σημείο εκτόξευσης των πυραύλων ήταν το βόρειο Σινά.

Το Ισραήλ έχει ξεκινήσει τη κατασκευή ενός φράχτη 230,000 χιλιομέτρων κατά μήκος των συνόρων του με την Αίγυπτο (οι εργασίες φέρονται να έχουν ολοκληρωθεί στο μισό της έκτασης) για να περιορίσει την είσοδο οικονομικών μεταναστών, καθώς και τρομοκρατικών ομάδων, αλλά και για να περιορίσει το εμπόριο όπλων που διεξάγεται στη περιοχή. Για τον περιορισμό των πυραυλικών επιθέσεων, όμως, απαιτεί τη συνδρομή του Αιγυπτιακού στρατού, η παρουσία του οποίου έχει ελαττωθεί στο Σινά, χωρίς να λείπουν και οι ευθείες εχθρικέες ενέργειες των ένοπλων ομάδων Βεδουίνων εναντίον του.

Την επίθεση κατά της πόλης Eilat ακολούθησε αυστηρή ανακοίνωση του Ισραήλ, στην οποία προειδοποιούσε τις Αιγυπτιακές αρχές πως αν δεν αναλάμβαναν τις ευθύνες τους για τα τεκταινόμενα στη Χερσόνησο του Σινά και δεν λάμβαναν μέτρα για τη διασφάλιση της ασφάλειας στη περιοχή, τότε θα ενεργούσε μονομερώς για την αποσόβηση των απειλών εναντίον.

Ίσως ως παράδειγμα των μονομερών μέτρων που θα μπορούσε να λάβει το Ισραήλ κατά των δραστηριοτήτων στο βόρειο Σινά, η Ισραηλινή Αεροπορία εξαπέλυσε το Σάββατο 7 Απριλίου βομβαρδιστική επίθεση στο νότιο μέρος της Λωρίδας της Γάζας, κοντά στη μεθοριακή πόλη Rafah, πληγώνοντας δύο Παλαιστινίους που φέρονται να ετοίμαζαν να εκτοξεύσουν πύραυλο εναντίον του Ισραήλ. Την προληφθείσα – κατά το Ισραήλ – επίθεση συνέδεσαν με δηλώσεις του επικεφαλής της οργάνωσης Islamic Jihad, Sheik Nafez Azzam, που καλούσε σε αντίσταση στους όρους που επιχειρεί να επιβάλει το Ισραήλ. Η απάντηση στην αεροπορική επιδρομή από την πλευρά των Παλαιστινίων ήρθε μια μέρα αργότερα, τη Κυριακή 8 Απριλίου, όταν εξαπέλυσαν δύο πυραύλους από τη Λωρίδα της Γάζας που έπεσαν πολύ κοντά στα σύνορα με το Ισραήλ, χωρίς να απειλήσουν πληθυσμούς ή εγκαταστάσεις.

Το αυστηρό, έως απειλητικό, ύφος της ανακοίνωσης των Ισραηλινών Αρχών αποδίδεται εν μέρει και στην αρχική διάψευση εκ μέρους της Αιγύπτου πως οι πύραυλοι εκτοξεύτηκαν από το έδαφός της. Δημοσιογραφικές πηγές στην Αίγυπτο κατηγόρησαν το Ισραήλ πως εσκεμμένα, με δηλώσεις και διάχυση πληροφοριών στον Τύπο και σε επίσημες ανακοινώσεις του, προσπαθεί να κατασκευάσει μια νέα μεγάλη “απειλή κατά της ασφάλειάς του”, δείχνοντας τη Χερσόνησο του Σινά, ώστε να ωθήσει τον Αιγυπτιακό Στρατό και το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο (SCAF) να εντατικοποιήσει τη δράση του σε βάρος μέρους του αιγυπτιακού πληθυσμού, ώστε να δημιουργήσει νέα χάσματα στην αιγυπτιακή κοινωνία, να ανακόψει την άνοδο των ισλαμιστικών κομμάτων στην εξουσία και να διατηρήσει έναν αυστηρότερο έλεγχο επί των πολιτικών εξελίξεων.

Επ’ αυτού αξίξει να σημειωθεί πως από πολύ νωρίς το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών και Άμυνας είχε καταστήσει σαφές προς όλες τις κατευθύνσεις πως η διατήρηση της οικονομικής-πολιτικής συνεργασίας και κυρίως της ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ ήταν ζωτική και κρίσιμη για τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ στη περιοχή, απειλώντας ουσιαστικά για άμεση αξιοποίηση των προνομιακών τους σχέσεων με τον Αιγυπτιακό στρατό αν οι ανερχόμενες δυνάμεις δεν συμφωνούσαν στη διατήρηση του status quo των διμερών σχέσεων.
Οι ΗΠΑ αφενός δεν ήθελαν να εντείνουν το αρνητικό κλίμα εναντίον τους στις αραβικές χώρες παρεμβαίνοντας πιο δραστικά στην Αίγυπτο και ανατρέποντας τα κεκτημένα της – μη ελεγχόμενης – επανάστασης της αιγυπτιακής κοινωνίας, αλλά προειδοποίησαν πως θα ήταν πρόθυμες να το πράξουν αν το νέο κοινοβούλιο, κυβέρνηση και ο νέος πρόεδρος λάμβαναν μέτρα για την ανατροπή των κατεστημένων διεθνών σχέσεων. Πράγματι, η παρασκηνιακή παρέμβασή τους φαίνεται πως είχε αποτέλεσμα, καθώς η Μουσουλμανική Αδελφότητα, η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην Αίγυπτο αυτή τη στιγμή, δήλωσε πως δεν πρόκειται να θέσει σε δημοψήφισμα την ειρηνευτική συνθήκη μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ.

 Επιστρέφοντας στο θέμα των γεγονότων στη Χερσόνησο του Σινά, ο αιγυπτιακός στρατός ανακοίνωσε το Σάββατο 7 Απριλίου την διεξαγωγή μιας μεγάλης κλίμακας επιχείρησης, σε συντονισμό και επικοινωνία με το Ισραήλ, με την αποστολή σε πρώτη φάση 150 ανδρών των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας και άλλων ετοιμοπόλεμων μονάδων και δεκάδων θωρακισμένων οχημάτων, με στόχο την εξασφάλιση των ενεργειακών εγκαταστάσεων και τη διοργάνωση περιπόλων κατά μήκος τους, την κατάληψη κεντρικών οδικών αρτηριών, κυρίως αυτών που συνδέουν τη πόλη El-Arish – επίκεντρο των επιθετικών ενεργειών των τελευταίων μηνών – με το συνοριακό πέρασμα της Rafah στη Γάζα, τον περιορισμό της διακίνησης όπλων μεταξύ των συνόρων και τη γενική τήρηση της ασφάλειας στη περιοχή. Η επιχείρηση αν και ανακοινώθηκε το Σάββατο, φέρεται να είχε ήδη ξεκινήσει από τη Πέμπτη.

Επιπλέον, ο Αιγυπτιακός στρατός έχει δεσμευτεί για την σταδιακή ανάπτυξη 7 στρατιωτικών ταγμάτων στη Χερσόνησο του Σινά – σε συνενόηση με το Ισραήλ – για τη τήρηση της τάξης και την αποσόβηση επιθέσεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν περαιτέρω ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών. Σύμφωνα με δηλώσεις Αιγυπτίων αξιωματούχων, η ενίσχυση της παρουσίας του στρατού στη Χερσόνησο του Σινά θα βελτιώσει τις συνθήκες ασφαλείας και σε ολόκληρη των Αίγυτπο. Το Ισραήλ από τη μεριά του φαίνεται να προσπαθεί να υποβαθμίσει τη σημασία της συμφωνίας δηλώνοντας πως δεν αποτελεί παρά ανανέωση παρελθουσών συμφωνιών. Όπως σημειώνουν δημοσιογραφικές πηγές στο Ισραήλ, και οι δύο κινήσεις του Αιγυπτιακού Στρατού δεν ήταν δυνατόν να έχουν ως αφετηρία τα γεγονότα της Πέμπτης, αλλά πρέπει να είχαν σχεδιαστεί από καιρό.

 Παρά τα μέτρα που έλαβε και τις κινήσεις που εξήγγειλε, ο Αιγυπτιακός Στρατός δεν μπόρεσε, όπως δείχνουν τα γεγονότα, να αποτρέψει τη σημερινή επίθεση κατά των αγωγών φυσικού αερίου στο βόρειο Σινά. Όπως επισημαίνουν αναλυτές στο Ισραήλ, είναι αδύνατο ο στρατός να μπορέσει να ανατρέψει τη κατάσταση που διαμορφώνεται στο Σινά χωρίς τη θετική συμβολή των φυλών των Βεδουίνων. Η συνεργασία τους όμως είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εξασφαλιστεί χωρίς ριζικές οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο, θα συνεχίζουν να καταφεύγουν σε παράνομες κι εχθρικές δραστηριότητες.

Η σχέση μεταξύ του πληθυσμού των Βεδουίνων και της κυβέρνησης είναι πολύ χειρότερη ακόμη από εκείνη του γενικού πληθυσμού με τη κυβέρνηση και τόσο οι Αιγυπτιακές όσο και Ισραηλινές αρχές δεν μπορούν να τους ασκήσουν αρκετή πίεση, γιατί – δεδομένων των συνθηκών – απλώς θα ενισχύσουν τη συνεργασία των Βεδουίνων με ισλαμιστικές ομάδες και εμπόρους όπλων θα θέσουν σε κίνδυνο την ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών.