Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Επαναπροσέγγιση Τουρκίας – Ισραήλ με αφορμή τη κρίση στην Συρία. ‘Συμπτωματική’ η σύσφιξη των σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ ισχυρίζεται ο Netanyahu

Επαναπροσέγγιση Τουρκίας - Ισραήλ με αφορμή τη κρίση στην Συρία. 'Συμπτωματική' η σύσφιξη των σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ κατά τον NetanyahuΗ κρίση στη Συρία, συγκεκριμένα η σκοπιμότητα αντικατάστασης του Bashar al-Assad και εδραίωσης ενός φιλο-δυτικού καθεστώτος στη Συρία, ο κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης και αποσταθεροποίησης της περιοχής και η ανάγκη διαχείρισης της μετά-Assad εποχής, έχουν σταθεί αφορμή για προσπάθειες επαναπροσέγγισης μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ, με την ισχυρή παρότρυνση των ΗΠΑ.

Σε δηλώσεις του σε ομάδα του τουρκικού τύπου στα τέλη Ιουλίου ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Benjamin Netanyahu τόνισε: “Θέλουμε να αποκαταστήσουμε τις σχέσεις με τη Τουρκία” και επεσήμανε πως “και οι δύο χώρες θα πρέπει να αναζητούν ευκαιρίες για να το πετύχουν αυτό“.

Σε μια περιοχή όπου κυριαρχεί η αστάθεια, η Τουρκία και το Ισραήλ είναι δύο αρκετά σταθερές χώρες. Πιστεύω στο κοινό μας συμφέρον“, συμπλήρωσε ο Netanyahu, υπενθυμίζοντας πως Τούρκοι και Εβραίοι μοιράζονται μια μακρά ιστορία.

Είχε προηγηθεί αντίστοιχη συνάντηση της αποστολής των Τούρκων δημοσιογράφων με τον υπουργό Εξωτερικών του Ισραήλ, Avigdor Lieberman, αρχηγό του δεξιού εξτρεμιστικού κόμματος Yisrael Beiteinu.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ανώτατοι Ισραηλινοί αξιωματούχοι είχαν μιλήσει σε τουρκικά μέσα ενημέρωσης από τον Ιούνιο του 2010, όταν Ισραηλινοί κομάντος του ναυτικού επιτέθηκαν -μεταξύ άλλων και- στο τουρκικό σκάφος Mavi Marmara, μέρος του διεθνούς στόλου των ακτιβιστών που έπλεε προς το λιμάνι της Γάζας μεταφέροντας τρόφιμα, φάρμακα και οικοδομικά υλικά, σκοτώνοντας 9 Τούρκους ακτιβιστές (8 Τούρκους και έναν Αμερικανό τουρκικής καταγωγής).

Χαρακτηριστικό της υποδεικνυόμενης προθυμίας της ισραηλινής κυβέρνησης για συνεργασία με την Τουρκία είναι η εξαιρετικού συμβολισμού υποδοχή των Τούρκων δημοσιογράφων στον χώρο όπου συνεδριάζει το συμβούλιο εθνικής ασφαλείας του Ισραήλ.

Οι σχέσεις των δύο χωρών είχαν διαρραγεί ως αποτέλεσμα μιας σειράς γεγονότων:

Η αρχή έγινε με την επίθεση του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας τον Δεκέμβριο 2008-Γενάρη 2009 με κόστος 1400 περίπου ανθρώπινων ζωών (κατά πλειοψηφία αμάχων και ειδικά γυναικών και παιδιών) · συσσωρευτικά με τις μνήμες της επίθεσης στο Λίβανο το 2006, προκάλεσε ένα τεράστιο κύμα αποδοκιμασιών, ακόμη και στη Δύση, και έχει έκτοτε οδηγήσει το Ισραήλ σε μια κλιμακούμενη πορεία απομόνωσης και τεταμένων σχέσεων με τους γείτονές του.

Εκτός από την οργή της κοινής γνώμης, που ήταν ιδιαίτερα έντονη ειδικά στις μουσουλμανικές χώρες, και η οποία ώθησε την Τουρκία και τον πρωθυπουργό της, Recep Tayyip Erdogan, να υιοθετήσει μια ιδιαίτερα επικριτική στάση έναντι του Ισραήλ, αυτή η επίθεση διέκοψε απότομα τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν μεταξύ Συρίας και Ισραήλ, με τη διαμεσολάβηση της Τουρκίας, για υπογραφή συνθήκης ειρήνευσης. Για την Τουρκική διπλωματία η απόφαση του Ισραήλ να επιτεθεί στη Γάζα, οδηγώντας αναμενόμενα τις επαφές και τις συζητήσεις με τη Συρία σε κατάρρευση, είχε θεωρηθεί προσβλητική για τις ίδιες της προσπάθειές της, έως και παραπλανητική για τις προθέσεις του Ισραήλ.

Ακολολούθησε η αντιπαράθεση μεταξύ Shimon Peres και Recep Tayyip Erdogan στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας το Γενάρη του 2009, λίγο μετά την επίθεση στη Γάζα, όπου η προνομιακή μεταχείριση του Ισραηλινού αξιωματούχου από τον συντονιστή της συζήτησης εξόργισε τον Τούρκο πρωθυπουργό, ο οποίος αποχώρησε από τη συζήτηση εγκαταλείποντας και την εκδήλωση.

Ο αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών, Daniel Ayalon, στα αριστερά, στη συνάντησή του με τον Τούρκο πρεσβευτή, Ahmet Oguz Celikkol. Ο Ayalon αργότερα επέδωσε γράμμα απολογίας στον Celikkol για τη συμπεριφορά τουΗ “πληρωμένη απάντηση” του Ισραήλ ήρθε τον Γενάρη του 2010, μήνες πριν την επίθεση στον “Στόλο της Ελευθερίας”, όταν o Ισραηλινός αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών, Danny Ayalon, αντιδρώντας στο περιεχόμενο μιας τουρκικής τηλεοπτικής σειράς, επεφύλαξε μια ιδιαίτερα ταπεινωτική υποδοχή στον Τούρκο πρεσβευτή στο Ισραήλ, Ahmet Oguz Celikkol. Αφού κάλεσε τον Τούρκο αξιωματούχο σε συνάντηση, τον οδήγησε να καθίσει σε χαμηλότερη θέση από τη δική του, φρόντισε να τοποθετηθεί μόνο η ισραηλινή σημαία στο τραπέζι και χωρίς να ενημερώσει τον ομόλογό του κάλεσε και φωτορεπόρτερ για να τους αποθανατίσουν σε αυτή την “άνιση” θέση.

Η δολοφονία των 9 Τούρκων ακτιβιστών του Στόλου της Ελευθερίας συνιστά το κορυφαίο γεγονός στην αντιπαράθεση Ισραήλ-Τουρκίας. Οι Τουρκικές αρχές έχουν θέσει, μέχρι στιγμής, ως όρο για την επίλυση του ζητήματος την δημόσια απολογία του Ισραήλ για το περιστατικό, κάτι που οι Ισραηλινοί αρνούνται να κάνουν, περιοριζόμενοι σε δηλώσεις έκφρασης της λύπης τους για τον θάνατο των εννέα Τούρκων αλλά επιθυμώντας να διατηρήσουν το -κατ’ αυτούς- δικαίωμά τους να παρεμβαίνουν καθοριστικά εναντίον κάθε θεωρούμενης απειλής κατά της ασφάλειας του ισραηλινού κράτους.

Πέρα από αυτά τα περιστατικά που τροφοδότησαν την ένταση, η αρχή της ρήξης μεταξύ των δύο χωρών θα πρέπει να αναζητηθεί στις αντικρουόμενες, εν μέρει τουλάχιστον, στρατηγικές τους στην Μέση Ανατολή.

Με την άνοδο της εθνικιστικής και συντηρητικής-θρησκευτικής ακροδεξιάς στο Ισραήλ έχει επικρατήσει μια αντίληψη στην άσκηση εξουσίας στους τομείς τόσο των εσωτερικών υποθέσεων όσο και των εξωτερικών σχέσεων, που βασίζεται στην προβολή πυγμής και στην “προληπτική”, επιθετική αντιμετώπιση κάθε δυνητικής απειλής. Πέραν της ιδεολογιικής βάσης της ακροδεξιάς εννοιολόγησης της κρατικής εξουσίας, αυτή η στάση συνδέεται με την πρακτική εγκατάλειψη της προοπτικής βιώσιμης επίλυσης του Παλαιστινιακού, με τις Ισραηλινές αρχές να προωθούν την επέκταση των εποικισμών με στόχο την σταδιακή ενσωμάτωσή τους στο Ισραηλινό Κράτος και την αποφασιστικότητά τους να καταστείλουν κάθε αντίδραση των Παλαιστινίων και του αραβικού κόσμου.

Η Τουρκία, με τη σειρά της, προωθεί μια πολιτική επέκτασης της επιρροής της στην περιοχή, από τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή και την δυτική Ασία, με οδηγό μια φιλο-ισλαμική προσέγγιση, φιλοδοξώντας να καταστεί προνομιακός συνομιλής και μεσολαβητής των αραβικών και μουσουλμανικών χωρών στις σχέσεις τους με τη Δύση, προωθώντας ταυτόχρονα την εικόνα της ως πρότυπο συνδυασμού της ισλαμικής πίστης και μιας κυρίαρχα μουσουλμανικής κοινωνικής βάσης με τον οικονομικό και διοικητικό εκμοντερνισμό, αλλά και προνομιακός στρατηγικός εταίρος της Δύσης στην εκπροσώπηση και προώθηση των συμφερόντων της στη περιοχή.

Οι δύο αυτές πολιτικές κατευθύνσεις συγκρούονται στο βαθμό που πρέπει να κερδιθεί η κοινή γνώμη των αραβικών/μουσουλμανικών χωρών για την ένταξή τους στον δυτικό στραγητικό άξονα, καθώς το Ισραήλ και οι πρακτικές του αποτελούν το αγκάθι σε αυτή τη προσέγγιση ως καίριο παράδειγμα της αμερικανικής/ευρωπαϊκής πολιτικής παρεμβάσεων στη περιοχή.

Η εξέλιξη των γεγονότων, όμως, στη Συρία έχει συμβάλει στην επαναπροσέγγιση των δύο άλλοτε στενών συμμάχων, ακόμη κι αν η μεταξύ τους εμπιστοσύνη έχει πλέον υποστεί ανεπανόρθωτο πλήγμα.

Αν ο κυριότερος τομέας ρήξης μεταξύ Ισραήλ-Τουρκίας ήταν η στρατιωτική συνεργασία, τα εξοπλιστικά προγράμματα και οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στη Μεσόγειο, με μερική αντικατάστασή τους με συμμετοχή της Ελλάδας, οι επιχειρησιακές σκοπιμότητες του ελέγχου, κατά το δυνατόν, της εξελίξεων στη Συρία και της μετεμφυλιακής συνθήκης στη χώρα παρέχουν την αφορμή για κοινή, συντονισμένη και στοχευμένη δράση.

Συγκεκριμένα για τη Συρία, το Ισραήλ έχει πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα που εξυπηρετoύνται από τη πτώση του καθεστώτος του Bashar al-Assad και τον έλεγχο της μετεπαναστατικής κατάστασης στη χώρα, συγκεκριμένα την αποδυνάμωση της Παλαιστινιακής αντίστασης και την εξουδετέρωση τοπικών συμμάχων του Ιράν.

Η Συρία έχει για δεκαετίες φιλοξενήσει ηγετικά στελέχη των Παλαιστινιακών οργανώσεων ένοπλης αντίστασης στην ισραηλινή κατοχή, καθώς και εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους πρόσφυγες, οποίοι μέχρι στιγμής δεν έχουν λάβει μέρος στην διαμάχη με το καθεστώς, έχουν καταγγείλει μάλιστα προσπάθειες τόσο από το καθεστώς, όσο κυρίως από την αντιπολίτευση να τους εμπλέξουν. Ένα μέρος των εδαφών της Συρίας, τα υψίπεδα του Γκολάν, βρίσκονται επίσης υπό ισραηλινή κατοχή από τον πόλεμο του 1967.

Η Παλαιστινιακή Ισλαμιστική οργάνωση Χαμάς (Hamas), που κυβερνά τη Λωρίδα της Γάζας όταν πρωτοεκλέχθηκε το 2006 στην εξουσία, είχε μέχρι πρόσφατα τη βάση της στη Δαμασκό την οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει για λόγους ασφαλείας. Ο εξόριστος ηγέτης της, Khaled Meshal, έχει επισκεφθεί τόσο το Κατάρ όσο και την Ιορδανία για συζητήσεις περί των προοπτικών μετεγκατάστασης του αρχηγείου της οργάνωσης.

Ισραήλ και ΗΠΑ έχουν αξιοποιήσει τη κρίση στη Συρία για να πλήξουν το γόητρο της οργάνωσης στη Παλαιστίνη και να δημιουργήσουν κρίση στο εσωτερικό της, με απώτερο στόχο είτε την ανατροπή της είτε την επιβολή μιας αλλαγής στην στρατηγική της και την ενσωμάτωσή της στην πολιτική της Φατάχ (Fatah), η οποία, ιδιαίτερα μετά την ανάδειξη του Mahmoud Abbas ως επικεφαλής της οργάνωσης, έχει δεχθεί επανειλημμένες κατηγορίες για πρακτική συνεργασία με το Ισραήλ στη διατήρηση της  κατοχής και την καταστολή του απελευθερωτικού κινήματος με αντάλλαγμα τη στήριξη της εξουσίας της στα Παλαιστινιακά Εδάφη.
Παλαιότερα, το 2007, μετά τη νίκης της Χαμάς στις βουλευτικές εκλογές, είχε γίνει προσπάθεια πραξικοπήματος από τη Φατάχ με τη συνεργασία των ΗΠΑ, Σαουδικής Αραβίας, Αιγύπτου, Ιορδανίας και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων για την ανατροπή της Χαμάς, το οποίο η τελευταία κατάφερε να αποτρέψει.

Πολύ πιο σημαντικός στόχος για το Ισραήλ, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα, αποτελεί η Χεζμπολάχ (Hezbollah), η ισλαμιστική οργάνωση και πλέον ισχυρή πολιτική παράταξη του Λιβάνου, η οποία εκτός από τις σχέσεις της με τις Παλαιστινιακές οργανώσεις αντίστασης διατηρεί προνομιακή σχέση με το Ιράν, από το οποίο λέγεται ότι αντλεί σημαντική χρηματοδότηση και στρατιωτική στήριξη. Η Σιιτική οργάνωση είχε καταφέρει, παρά την συντριπτική υπεροπλία του Ισραήλ, να αντισταθεί στην χερσαία εισβολή που επιχείρησε το τελευταίο το καλοκαίρι του 2006, σε συνδυασμό με έναν σφοδρό βομβαρδισμό των νότιων και κεντρικών περιοχών του Λιβάνου.
Η αποκάλυψη δικτύων μυστικών πρακτόρων του Ισραήλ στο Λίβανο τα τελευταία χρόνια έχει επίσης ανησυχήσει τις Ισραηλινές αρχές, θεωρούμενη ως απόδειξη αποτελεσματικότερης λειτουργίας της λιβανέζικης αντικατασκοπείας και ενδεικτική της εξασθένισης της δυνατότητας “σιωπηρής” επέμβασης του Ισραήλ στο εσωτερικό της χώρας για την εξουδετέρωση των ένοπλων πυρήνων της Χεζμπολάχ, ειδικά στο νότιο Λίβανο.

Λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων και ιδεολογιών στο εσωτερικό του Λιβάνου, η κρίση στη Συρία – που τροφοδότησε εμφύλιες αντιπαραθέσεις στο Λίβανο – παρέχει επίσης μια ευκαιρία αποσταθεροποίησης της χώρας, την οποία το Ισραήλ θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί προς το συμφέρον του.

Με την αποδυνάμωση ή εξουδετέρωση τοπικών οργανώσεων εχθρικών προς το Ισραήλ, το τελευταίο, εκτός από την ενίσχυση της τοπικής εξουσίας του, προετοιμάζει το έδαφος για μια επίθεση στο Ιράν.

Το Ισραήλ επιθυμεί διακαώς να διατηρήσει το μονοπώλιο πυρηνικής ισχύος στην περιοχή της Μέσης Ανατολής (δεν έχει υπογράψει καμία σύμβαση για τον περιορισμό/έλεγχο των πυρηνικών όπλων και επιθεώρηση των πυρηνικών του εγκαταστάσεων, υπό την κάλυψη της αμφίσημης στάσης του ως προς την κατοχή πυρηνικών όπλων), ως αποτρεπτικό παράγοντα στις σχέσεις του με τα περιβάλλοντα αραβικά και μουσουλμανικά κράτη, και βλέπει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν με αυξημένη καχυποψία.

Παρά την γενική συμφωνία πως το Ιράν δεν κατέχει επι του παρόντος πυρηνικά όπλα, δεν αναπτύσσει πολεμική πυρηνική τεχνολογία και δεν έχει λάβει ακόμη την απόφαση για ανάπτυξη και κατασκευή πυρηνικών όπλων (αλλά επιθυμεί να διατηρεί ανοιχτή τη προοπτική μιας τέτοιας απόφασης, ανάλογα και με τις εξελίξεις στη περιοχή), το Ισραήλ – που αντιμετωπίζει ιδιαίτερα εχθρικά και την υπογραφή μια συνθήκης για μια Μέση Ανατολή δίχως πυρηνικά – αρνείται να διακινδυνεύσει να βρεθεί αντιμέτωπο με ένα πυρηνικά εξοπλισμένο Ιράν, γεγονός που θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τον γεωστρατηγικό χάρτη, και πιέζει ασφυκτικά τις ΗΠΑ για βομβαρδισμό των πυρηνικών εγκαταστάσεων της χώρας.

Σημαντικό στρατιωτικό αποτρεπτικό παράγοντα για την εκτέλεση ενός τέτοιου χτυπήματος, εκτός από το πλήγμα που θα επέφερε στη παγκόσμια οικονομία λόγω της ανόδου των τιμών πετρελαίου, συνιστά ακριβώς η ύπαρξη ενόπλων οργανώσεων και εχθρικών καθεστώτων γύρω από το Ισραήλ (Χεζμπολάχ στο Λίβανο, Bashar al-Assad και Παλαιστίνιοι μαχητές στη Συρία, Χαμάς στη Γάζα, Ισλαμιστικές οργανώσεις στη Χερσόνησο του Σινά της Αιγύπτου) που θα μπορούσαν να διεξαγάγουν ένα πόλεμο φθοράς εναντίον του, με εκτόξευση πυραύλων, τρομοκρατικές επιθέσεις κοκ και να μεγιστοποιήσουν τις στρατιωτικές και ανθρώπινες απώλειές του, πλήττοντας, έτσι, την αποφασιστικότητά της Ισραηλινής κυβέρνησης και τη δυνατότητά της να συγκεντρώσει την στρατιωτική της ισχύ κατά του Ιράν.

Αν αυτοί οι τοπικοί κίνδυνοι, που θα μπορούσαν να εξασθενίσουν το Ισραήλ, εξαλειφθούν, εκτιμάται πως το Ιράν, όντας στρατηγικά απομονωμένο, στρατιωτικά περικυκλωμένο και χωρίς τη δυνατότητα οργάνωσης αντιπερισπασμών, δεν θα τολμήσει να απαντήσει στρατιωτικά σε έναν βομβαρδισμό των πυρηνικών του εγκαταστάσεων και θα φροντίσει να αποφύγει εξολοκλήρου οποιαδήποτε πολεμική αντιπαράθεση, επιλέγοντας να περιορίσει το κόστος για το ίδιο.
Από αυτή την άποψη, η ενίσχυση της εμφύλιας σύρραξης στη Συρία, μπορεί να θεωρηθεί ως προάγγελος μιας επέμβασης στο Ιράν.

Για τη Τουρκία, το διακύβευμα είναι επίσης υψηλό και σίγουρα κρισιμότερο και αφορά τις κουρδικές αυτονομιστικές τάσεις στην ίδια τη Τουρκία.

Με την κατάρρευση του συριακού καθεστώτος, το οποίο ιστορικά είχε δράσει κατασταλτικά σε βάρος της κουρδικής εθνικής μειονότητας – η οποία εκτιμάται ότι αποτελεί το 9% περίπου του συριακού πληθυσμού – αναδεικνύεται η προοπτική συγκρότησης ενός αυτόνομου Κουρδιστάν στη Συρία, που θα μπορούσε να δράσει αποσταθεροποιητικά για τη Τουρκία, ενισχύοντας τις αποσχιστικές τάσεις του κουρδικού πληθυσμού.

Σε συνδυασμό με την τρέχουσα αλλά και περαιτέρω έξαρση του εμπορίου όπλων στη περιοχή, που επί του παρόντος ευνοείται από τις δυνάμεις που προωθούν μια στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, μια τέτοια εξέλιξη θα δημιοργούσε μέγιστο κίνδυνο ασφαλείας στα σύνορα με τη Τουρκία, καθώς και εδαφικής ακεραιότητας για τη γείτονα.

Οι ένοπλες επιχειρήσεις του PKK στη Τουρκία τις τελευταίες εβδομάδες αναδεικνύουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τους κινδύνους που διατρέχει η Τουρκία από μια νέα ευρεία κουρδική εξέγερση, ειδικά στη περίπτωση που αυτή υποστηριχθεί από ένα υπαρξιακά απειλούμενο συριακό καθεστώς.

Στόχος των επιχειρήσεων του PKK θεωρείται πως είναι η “στρατηγική ισορροπία”, να δείξει δηλαδή ότι την ώρα που διεξάγεται μια έξωθεν υποστηριζόμενη επανάσταση στη Συρία ενάντια στις καταπιεστικές πρακτικές ενός δικτάτορα εναντίον του λαού του, στη Τουρκία λαμβάνουν χώρα ανάλογες εξελίξεις, κατά τις οποίες μια κεντρική εξουσία καταπιέζει τα πολιτικά, κοινωνικα και πολιτισμικά δικαιώματα μιας εθνικής μειονότητας, η οποία διατηρεί εξίσου την βούληση και επιθυμία αυτοκαθορισμού της.
Σε αυτά τα πλαίσια, η αμφισβήτηση του κεντρικού τουρκικού ελέγχου και η διακήρυξη ως απελευθερωμένων επιμέρους έστω περιοχών των κουρδικών επαρχιών της νοτιο-ανατολικής Τουρκίας, θα αναδείκνυε εκ νέου το κουρδικό ζήτημα στη διεθνή κοινότητα, και θα καταδείκνυε εξίσου και στον ντόπιο πληθυσμό πως υπάρχει ένας άλλος πυρήνας εξουσίας με κοινωνική νομιμοποίηση και τις αναγκαίες και απαραίτητες δυνατότητες αντιπαράθεσης με το τουρκικό κράτος.
Ακόμη κι αν, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι Τούρκοι αναλυτές, o στόχος του PKK ενδέχεται να απέχει αρκετά από τη συγκρότηση ενός ενιαίου Κουρδιστάν που να διατρέχει τα σύνορα Τουρκίας-Συρίας και να στρέφεται περισσότερο στην απόσπαση περισσότερων συμβιβασμών από τις τουρκικές αρχές, η εκκίνηση τέτοιων διαδικασιών μπορεί να επιφέρει απροσδόκητα αποτελέσματα.

Για τη Τουρκία το διακύβευμα εστιάζεται στην απομόνωση της επαναστατικής κουρδικής τάσης και την ανάδειξη εναλλακτικών ηγετών και ηγετικών οργανώσεων για τους Κούρδους, εντός και εκτός Τουρκίας, όπως στη περίπτωση του Ιρακινού αυτόνομου Κουρδιστάν, όπου τον ηγετικό ρόλο ασκεί ο φιλο-δυτικός και αντι-ιρανός Massoud Barzani (στον οποίο έχει μάλιστα παραχωρηθεί και τουρκικό διαβατήριο). Η Τουρκία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους ξένους επενδυτές στη περιοχή και στρατηγικό οικονομικό εταίρο της στην διακίνηση και πώληση του πετρελαίου που εξάγεται από το βόρειο Ιράκ, που αποτελεί και σημείο τριβής μεταξύ της αυτόνομης κουρδικής επαρχίας και της φιλο-ιρανικής κυβέρνησης του Ιράκ.

Έτσι και στην περίπτωση των Κούρδων της Συρίας, η Τουρκία αλλά και οι δυτικές δυνάμεις και οι τοπικοί τους σύμμαχοί, επιθυμούν την ανάδειξη φιλο-δυτικών σουνιτών ηγετών που θα στηρίξουν την ενσωμάτωση των Κούρδων στην εκδοχή της οικονομικής “ανάπτυξης” που προωθεί η Δύση και στον δυτικό γεω-στρατηγικό σχεδιασμό στη περιοχή.

Οι αμοιβαίες στενές σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ με το Ιρακινό Κουρδιστάν μπορούν να παράσχουν το μέσο επαναπροσέγγισης των άλλοτε στενών συμμάχων αλλά και το παράδειγμα για τη διαχείριση της κρίσης στη Συρία, με τη προώθηση των συμμαχιών και των αντιπαλοτήτων που ευνοούν πρωτευόντως οι ΗΠΑ.

 Συμπτωματική η σύσφιξη των σχέσεων με την Ελλάδα

Ισραηλινοί αξιωματούχοι επισημαίνουν πως Τουρκία και Ισραήλ διατήρησαν ανοικτά κανάλια επικοινωνίας μεταξύ τους στο διάστημα της επιδείνωσης των σχέσεων τους και η συνεργασία τους στον τομέα των πληροφοριών δεν έπαψε ποτέ, ακόμη κι αν γινόταν έμμεσα, μέσω των ΗΠΑ.

Στην κατεύθυνση της αποκατάστασης αυτών των σχέσεων στρεφόταν και η δήλωση του πρωθυπουργού Benjamin Netanyahu πως “οι δεσμοί με την Ελλάδα αναπτύχθηκαν συμπτωματικά” κι όχι ως αντίβαρο στις σχέσεις με τη Τουρκία ή εχθρικά ως προς αυτή.

Σύμφωνα με την ιστορία που διηγήθηκε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός στους Τούρκους δημοσιογράφους:

“Για πολλά χρόνια είχαμε μόνο διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα και με την Κύπρο η σχέση περιοριζόταν σε προξενικό επίπεδο. Τον Φεβρουάριο του 2010 πήγα στη Μόσχα με τη γυναίκα μου. Το βράδυ τρώγαμε σε ένα εστιατόριο όταν κάποιος εμφανίστηκε και μας είπε ότι ο Παπανδρέου ήθελε να έρθει και να καθίσει μαζί μας. Ανταποκρίθηκα και αρχίσαμε να μιλάμε για οικονομικά προβλήματα. Στο τέλος είπαμε κι οι δύο πως αυτό ήταν ανόητο και αποφασίσαμε να ισχυροποιήσουμε τους δεσμούς μας”.