Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Αναδημοσίευση: Η κρίση ξεκίνησε με τη διάσωση της Γερμανίας από το Νότο

euroΣτις αρχές της δεκαετίας του ’00 η Γερμανία βρέθηκε αντιμέτωπη με το σπάσιμο της φούσκας τεχνολογίας και τηλεπικοινωνιών που οδήγησε στην παρ’ ολίγο κατάρρευση εταιριών κολοσσών των δύο αυτών κλάδων, προκαλώντας ένα γενικότερο χρηματοοικονομικό πανικό που αντέστρεψε τη ροή των επενδυτικών κεφαλαίων και έσπρωξε τη χώρα στην ύφεση. Αντί τα κεφάλαια να βρίσκουν το δρόμο τους προς τις γερμανικές τράπεζες και τα γερμανικά περιουσιακά στοιχεία, αποδημούσαν, με τους επενδυτές να πουλούν οτιδήποτε γερμανικό και μεταξύ άλλων και τα γερμανικά τραπεζικά και κρατικά ομόλογα. Η ρευστότητα άρχισε να εξαντλείται και τα επιτόκια των γερμανικών ομολόγων πήραν την ανιούσα κάνοντας δυσκολότερη τη χρηματοδότηση της οικονομίας σε μία περίοδο που το κόστος από την απορρόφηση της ανατολικής Γερμανίας εξακολουθούσε να δημιουργεί πολύ αυξημένες ανάγκες.

Το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου της χώρας σκαρφάλωσε γοργά από το 3,6% στο 5,6%. Το ευρώ βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση και έχασε περισσότερο από το 20% της αξίας του έναντι του δολαρίου προκαλώντας ερωτηματικά για την ίδια τη βιωσιμότητα του. Η Γερμανία δεχόταν επίθεση απ’ τις αγορές και έβλεπε τα περιουσιακά της στοιχεία να υποτιμούνται, συμπεριλαμβανομένου και του νέου νομίσματος της. Η μόλυνση της απ’ τον ιό της νομισματικής κρίσης ήταν γεγονός.

Η χρονική στιγμή που χτυπήθηκε η Γερμανία ήταν ιδιαίτερης σημασίας: ο βασικός της εμπορικός εταίρος, οι ΗΠΑ, κυλούσαν σε μία βαθιά ύφεση. Ο αναδυόμενος οικονομικός γίγαντας, η Κίνα, βρισκόταν ακόμη στα πρώιμα στάδια εισαγωγής προϊόντων του δυτικού πολιτισμού και δε μπορούσε να τραβήξει την γερμανική οικονομία έξω απ’ την ύφεση. Η Ευρώπη, δεν είχε ακόμη ενιαίο νόμισμα και οι περισσότερες χώρες έβρισκαν ακριβά τα γερμανικά προϊόντα όταν τα μετέτρεπαν στο εθνικό τους νόμισμα. Ποιος, λοιπόν, θα μπορούσε να έρθει προς διάσωση της;

Προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση της, η Γερμανία χρειαζόταν άμεσα στο ευρώ όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες. Παραβλέποντας την πραγματική τους ικανότητα να προσχωρήσουν στην ΕΕ, υποδέχτηκε σε αυτήν ανέτοιμα για την Ένωση κράτη, όπως την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ως αντλία που τα φούσκωνε με φθηνό ρευστό ώστε με την πλεονάζουσα ρευστότητα τους να μπορούν να αγοράζουν τα ακριβά γερμανικά προϊόντα.

Μέσα στα πλαίσια αυτής της πολιτικής η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια του ευρώ από το 5% στο 2%, διατηρώντας τα σε αυτά τα επίπεδα κόντρα στις μακροοικονομικές ανάγκες της ευρωζώνης για περισσότερο από δυόμιση χρόνια, μεταξύ του 2003 και 2006. Στα τέλη του 2005, όταν τα αμερικανικά και τα βρετανικά επιτόκια ξεπερνούσαν το 4% και τα αυστραλιανά το 5% τα ευρωπαϊκά εξακολουθούσαν να κυμαίνονται στο ιστορικό χαμηλό τους, 2%.

Το φθηνό χρήμα δημιούργησε φούσκες περιουσιακών στοιχείων στα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου που είχαν μόλις υιοθετήσει το ευρώ, προκαλώντας αυξήσεις ρεκόρ στον κλάδο κατοικίας, στην καταναλωτική πίστωση, στις χρηματιστηριακές αγορές και αλλού.

Χωρίς να έχουν, πλέον, τον έλεγχο της νομισματικής τους πολιτικής, οι κυβερνήσεις του Νότου ήταν πολύ πιο δύσκολο πολιτικά να σταματήσουν την υπερβολική ανάπτυξη της ρευστότητας για να προστατεύσουν τις οικονομίες τους και πολύ πιο εύκολο να ‘πουλήσουν’ στους ψηφοφόρους τους ως πραγματική, την πλασματική ανάπτυξη που δημιουργούνταν. Η ενίσχυση του πληθωρισμού που αναπόφευκτα ακολούθησε, έκανε τις χώρες του Νότου λιγότερο ανταγωνιστικές. Ρίχνοντας το βάρος τους περισσότερο στην αντιστάθμιση των κοινωνικών συνεπειών του πληθωρισμού παρά στην αντιμετώπιση του, οι κυβερνήσεις του ευρωπαϊκού Νότου προέβησαν σε αυξήσεις μισθών και συντάξεων, που σε συνδυασμό με την παράταση της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ προκάλεσε περαιτέρω ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων.

Από το 2002 που η Ελλάδα μπήκε στην ευρωζώνη μέχρι το 2007 που οι φούσκες στην αγορά κατοικίας, στο χρηματιστήριο, στην πίστωση και στην κατανάλωση είχαν φτάσει στα όρια τους, η ΕΚΤ διατήρησε το μέσο επιτόκιο του ευρώ κοντά στο 2,7%, ρίχνοντας κηροζίνη σε μια φωτιά που έμελλε να κάψει την ευρωπαϊκή περιφέρεια αρχίζοντας απ’ την Ελλάδα.

Το 2005 ο διευθυντής οικονομικών της επενδυτικής εταιρίας Nomura σε συζήτηση του με ανώτατο αξιωματούχο της ΕΚΤ παρατήρησε πως ήταν άδικο να εξωθούνται οι χώρες της ΕΕ εν αγνοία τους στη διάσωση της – υπεύθυνης για την κρίση της – Γερμανίας, με το να φουσκώνονται εσκεμμένα οι οικονομίες τους μέσω μίας παρατεταμένης πολιτικής νομισματικής χαλάρωσης απ’ την ΕΚΤ ώστε να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα. Ο αξιωματούχος της ΕΚΤ του έδωσε την εξής απάντηση: ‘αυτή είναι η έννοια ενός ενιαίου νομίσματος: επειδή η Γερμανία δε μπορεί κατ’ εξαίρεση να υιοθετήσει ένα πακέτο τόνωσης η μόνη άλλη επιλογή είναι να σηκώσει όλη την Ένωση μέσω της νομισματικής πολιτικής’.

Οι τράπεζες δανείζονταν απ’ την ΕΚΤ με σχεδόν μηδενικό κόστος και στη συνέχεια κυριολεκτικά κυνηγούσαν τους πολίτες να δανειστούν χρήματα προκειμένου να αγοράσουν σπίτια, αυτοκίνητα, άλλα προϊόντα που ειδάλλως είτε δε θα μπορούσαν είτε θα το σκέφτονταν πολύ πριν δανειστούν για να τα αποκτήσουν. Η ΕΚΤ ήταν σα να είχε προμηθεύσει κάθε πολίτη της ΕΕ με μία πιστωτική κάρτα παροτρύνοντας τον να τη χρησιμοποιήσει. Αυτό έκανε τους πολίτες των κρατών του Νότου να μάθουν να ζουν πέρα απ’ τις πραγματικές τους δυνατότητες όσο η Γερμανία απολάμβανε ένα μέγα πακέτο διάσωσης της οικονομίας της. Η Siemens και άλλοι γερμανικοί κολοσσοί κατέγραφαν κέρδη ρεκόρ εξαιτίας του εμπορίου τους με το Νότο και αυτά αντικατροπτίζονταν στις τιμές των μετοχών τους στα μεγαλύτερα χρηματιστήρια του κόσμου, πολλαπλασιάζοντας τον πλούτο τους.

Ενδεικτικά των αποτελεσμάτων της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ στην Ελλάδα είναι τα στοιχεία για την αγορά κατοικίας και την αγορά αυτοκινήτου. Οι άδειες για την ανέγερση κατοικίας το 2006, πέντε χρόνια απ’ την υιοθέτηση του ευρώ, ήταν κατά 800% περισσότερες απ’ ότι το 2001, τελευταία χρονιά προ ευρώ. Οι πωλήσεις αυτοκινήτων πολλαπλασιάστηκαν. Τα ‘φθηνά’ ιαπωνικά, ιταλικά, γαλλικά και άλλα αυτοκίνητα που ο Νότος επέλεγε κατά κόρον στη δεκαετία του ’90 ανταλλάχτηκαν με ακριβά και πολυτελή γερμανικά. Μία συγκριτική ανάλυση των πωλήσεων καινούργιων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων μεταξύ του 1998 – έτος καλπάζουσας ανόδου του χρηματιστηρίου Αθηνών με εκρηκτική άνοδο στις πωλήσεις αυτοκινήτων στην Ελλάδα αλλά προ της υιοθέτησης του ευρώ – και του 2007 – έτους όπου η φούσκα πίστωσης έφθανε στην κορύφωση της – είναι αποκαλυπτική:

το 1998 πουλήθηκαν 60% περισσότερα ιταλικά αυτοκίνητα απ’ ότι το 2007
το 1998 οι πωλήσεις καινούργιων γερμανικών αυτοκινήτων πολυτελείας ανήλθαν στις 7 χιλ. – το 2007 ανήλθαν στις 23 χιλ, παρουσιάζοντας αύξηση μεγαλύτερη του 300%
το 1998 πουλήθηκαν συνολικά 30 χιλ, νέα γερμανικά αυτοκίνητα ενώ το 2007 πουλήθηκαν 80 χιλ.
το 1998 πουλήθηκαν 17.5 χιλ μεταχειρισμένα γερμανικά αυτοκίνητα πολυτελείας, ενώ το 2007 πουλήθηκαν 65 χιλ.
το 1998 πουλήθηκαν συνολικά 46 χιλ. μεταχειρισμένα γερμανικά αυτοκίνητα ενώ το 2007 144 χιλ.
το 1998 οι πωλήσεις μεταχειρισμένων αυτοκινήτων για τις πρώτες 20 μάρκες έφτασαν τις 197 χιλ. και το 2007 τις 500 χιλ.

Ακόμη πιο ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο το ευρώ λειτούργησε ως ένα πακέτο διάσωσης της γερμανικής οικονομίας απ’ το Νότο, είναι το μέγεθος των εξαγωγών της Γερμανίας στην Ελλάδα, τα δέκα χρόνια που προηγήθηκαν της δημιουργίας του ευρώ και τα δέκα χρόνια που ακολούθησαν αυτής (στοιχεία: ΔΝΤ). Στην πρώτη περίοδο – προ ευρώ δεκαετία – η Γερμανία εξήγε στην Ελλάδα προϊόντα ύψους, περίπου, 35 δις δολαρίων. Στη δεύτερη περίοδο – μετά ευρώ δεκαετία – οι γερμανικές εξαγωγές στην Ελλάδα αυξήθηκαν στα 70 δις δολάρια, καταγράφοντας άνοδο της τάξης του 100%. Στα έτη 1997-1998 οι εισαγωγές γερμανικών προϊόντων είχαν ανέλθει στα 7,7 δις δολάρια. Δέκα χρόνια αργότερα, στα έτη 2007-2008 η Ελλάδα εισήγε γερμανικά προϊόντα ύψους, περίπου, 21,5 δις δολαρίων σε μία αύξηση κοντά στο 300%.

Οι αυξημένες εισαγωγές γερμανικών προϊόντων απ’ την πολιτική φουσκώματος του Νότου ίσως να μη δημιουργούσε τόσο μεγάλο πρόβλημα αν η Γερμανία ανταπέδιδε τη χάρη αυξάνοντας τις εισαγωγές της απ’ τους εταίρους της. Όμως έκανε το αντίθετο. Ενδεικτικά, οι εισαγωγές ελληνικών προϊόντων απ’ τη Γερμανία το 1992 ήταν 2,2 δις δολάρια και το 2002, έτος υιοθέτησης του ευρώ ανήλθαν στο 1,7 δις δολάρια.

Μέσα σε λίγα χρόνια απ΄ την υιοθέτηση του ευρώ το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας ξεπέρασε αυτό της Ιαπωνίας και της Κίνας φέρνοντας τη στην πρώτη θέση στον κόσμο σε εξαγωγές χάρη στον ευρωπαϊκό Νότο και τα υπόλοιπα κράτη της ευρωζώνης, αφού σε αυτά στηρίχτηκε το μεγαλύτερο ποσοστό της ανάπτυξης των εξαγωγών της. Προκειμένου η ίδια να προφυλαχτεί από τη δημιουργία φουσκών στο ‘σπίτι’ της, έλαβε μέτρα μείωσης της ρευστότητας και ακολούθησε μία αντιπληθωριστική πολιτική η οποία όξυνε περισσότερο τις αποκλίσεις με τους εταίρους της κάνοντας το Νότο ακόμη λιγότερο ανταγωνιστικό.

Με τις γερμανικές τράπεζες γεμάτες, πια, με ρευστό αλλά χωρίς ευκαιρίες στη χώρα τους εξαιτίας της αντιπληθωριστικής πολιτικής που βάσει σχεδίου ακολουθούσε η Γερμανία, η νέα χρυσή επενδυτική ευκαιρία εντοπίστηκε στην αγορά ομολόγων των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου, τα οποία ενώ θεωρούνταν μηδενικού ρίσκου εξακολουθούσαν να παρέχουν αξιόλογα επιτόκια. Τώρα ήταν οι ίδιες οι κυβερνήσεις του Νότου που μπορούσαν να δανειστούν με ολοένα χαμηλότερο κόστος και να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματα που στο μεταξύ δημιουργούνταν από την έκρηξη στην κατανάλωση.

Μέχρι το 2007 το σχέδιο διάσωσης της Γερμανίας είχε πετύχει: η χώρα είχε ξεπεράσει την ύφεση χωρίς να χρειαστεί να αυξήσει το χρέος και τα ελλείμματα της, είχε μετατραπεί σε πρώτη εξαγωγική δύναμη στον κόσμο έχοντας εκμεταλλευτεί την απογείωση της πίστωσης στην ευρωζώνη αλλά αποφεύγοντας, εντέχνως, τις συνέπειες για την ίδια και παράλληλα είχε αναστήσει τη χρηματοοικονομική της αγορά και είχε σώσει το τραπεζικό της σύστημα. Στο μεσοδιάστημα, όμως, είχε ζώσει το Νότο με ωρολογιακές οικονομικές βόμβες.

Ακολούθησε η αμερικανική κρίση, η οποία εξελίχτηκε σε ένα παγκόσμιο τσουνάμι. Οι ωρολογιακές βόμβες στην ευρωζώνη άρχισαν να πυροδοτούνται αλλά η βλάβη σε κάποιες απ’ αυτές, όπως στην Ελλάδα, αποδεικνύονταν μικρότερη απ’ την αναμενόμενη. Ο ‘διεφθαρμένος’, ‘τεμπέλης’ και ‘σπάταλος’ Έλληνας είχε την πρόνοια να αποταμιεύει τμήμα των χρημάτων του απ’ τα χρόνια της πλασματικής ανάπτυξης με αποτέλεσμα οι καταθέσεις να αποτελούν μία ασπίδα στις όποιες χρηματοπιστωτικές πιέσεις, ενώ οι ελληνικές τράπεζες, είτε από έλλειψη τεχνογνωσίας είτε εξαιτίας μίας σύνεσης που αντανακλούσε το γενικότερο ελληνικό χρηματοοικονομικό συντηρητισμό, είχαν αποφύγει να επενδύσουν στα σύνθετα επενδυτικά στεγαστικά προϊόντα που κατέστρεφαν την αμερικανική αγορά κατοικίας και μόλυναν την ευρωζώνη. Ως αποτέλεσμα η ροή κεφαλαίων δεν αντιστράφηκε στην Ελλάδα, τα κεφάλαια παρέμειναν στη χώρα και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα κρατήθηκε όρθιο και μετά το τσουνάμι, στηρίζοντας ταυτόχρονα και την πολύ εξαρτημένη, πλέον, απ’ αυτό ελληνική οικονομία.

Το σκάσιμο της αμερικανικής φούσκας κατοικίας, η αμερικανική τραπεζική κρίση, η μετεξέλιξη της κρίσης σε διεθνή, η παγκόσμια και ιστορικών διαστάσεων οικονομική ύφεση, το διεθνές χρηματιστηριακό κραχ μετοχών και η εκτίναξη των τιμών πετρελαίου και τροφίμων σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τιμών ήταν μερικά απ’ αυτά με τα οποία είχε έρθει αντιμέτωπη η Ελλάδα μεταξύ 2006 και 2008 και κόντρα σε κάθε πρόβλεψη είχε αντέξει.

Η πτώχευση της Lehman Brothers το Σεπτέμβριο του 2008, όμως, μετέφερε την κρίση ρευστότητας σε ένα άλλο επίπεδο, κάνοντας τη χειρότερη απ’ οτιδήποτε είχε δει η παγκόσμια οικονομία επί 80 χρόνια. Η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα παρείχε μυστικά δάνεια ύψους, σχεδόν, 10 τρις δολαρίων σε αμερικανικές και διεθνείς τράπεζες προκειμένου να αποτρέψει το απόλυτο χάος και μείωσε τα επιτόκια του δολαρίου σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, κοντά στο μηδέν. Οι ελληνικές τράπεζες, βέβαια, δεν έλαβαν κρυφά δάνεια απ’ τις ΗΠΑ.

Αντί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ακολουθήσει το παράδειγμα της Αμερικανικής μειώνοντας τα επιτόκια του ευρώ ανταποκρινόμενη στις πρωτοφανείς οικονομικές συνθήκες, προέβηκε σε αύξηση (!) τους κάνοντας την ήδη υπό εξαφάνιση ρευστότητα στην ευρωζώνη πανάκριβη και ακόμη πιο δύσκολο να αντληθεί. Στα τέλη του 2008 και ενώ τα επιτόκια του δολαρίου είχαν μειωθεί κοντά στο μηδέν, τα επιτόκια του ευρώ είχαν αυξηθεί πάνω απ’ το 4% στο υψηλότερο επίπεδο ετών.

Ενώ στα χρόνια που η ρευστότητα ήταν πλεονάζουσα και προκαλούσε φούσκες και πληθωρισμό η ΕΚΤ διατηρούσε τα επιτόκια στο 2%, την ώρα της ιστορικής κρίσης που χρειαζόταν φθηνό χρήμα για να αποφευχθεί ο αντιπληθωρισμός και να αντιμετωπιστεί η ύφεση, η ΕΚΤ προχώρησε σε αύξηση των επιτοκίων προκαλώντας ένα ακόμη καταστροφικό χτύπημα στην ευρωζώνη και ειδικά στις χώρες του Νότου.

Πίσω από αυτήν τη φαινομενικά παράλογη και προφανώς καταστροφική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, κρυβόταν και πάλι τα συμφέροντα της Γερμανίας, η οποία είχε εμπλακεί σε έναν άνευ προηγουμένου νομισματικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, προσπαθώντας να εκθρονίσει το δολάριο με το να αυξάνει τα επιτόκια του ευρώ προσελκύοντας έτσι κεφάλαια απ’ όλο τον κόσμο στη Φρανκφούρτη, η οποία και διεκδικούσε, πλέον, με αξιώσεις απ’ το Λονδίνο το ρόλο του νέου ευρωπαϊκού χρηματοοικονομικού κέντρου.

Η απάντηση των ΗΠΑ ήταν η κατακόρυφη άνοδος του δολαρίου και η επαναπροσέλκυση κεφαλαίων σ΄ αυτό, κάτι που προκάλεσε την κατάρρευση της αγοράς εμπορευμάτων. Καθώς οι επενδυτές έφευγαν απ’ τα εμπορεύματα και αναζητούσαν ασφαλές καταφύγιο για τα κεφάλαια τους, άρχισαν να επιστρέφουν στις ΗΠΑ αποχωρώντας απ’ την Ευρώπη, γεγονός που οδηγούσε στην πώληση περιουσιακών στοιχείων σε ευρώ και έτσι και τραπεζικών και κρατικών ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας τα οποία και για πρώτη φορά απ’ την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος δοκιμάστηκαν σκληρά.

Στα τέλη του 2008 με αρχές 2009 τα CDS και τα επιτόκια των ελληνικών, ισπανικών, πορτογαλικών και ιταλικών ομολόγων μπήκαν σε ανοδική τροχιά αφού οι διεθνείς επενδυτές πουλούσαν κάθε τι συνδεδεμένο σε ευρώ εξαιτίας των πολιτικών επιλογών της Γερμανίας.

Ήταν εκείνη η χρονική στιγμή την οποία επέλεξε ο πρώην Πρωθυπουργός της χώρας, κ. Σημίτης, για να απευθυνθεί στην ελληνική Βουλή σχετικά με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, αποφεύγοντας να βρει ευθύνες οπουδήποτε αλλού πέρα απ’ την Ελλάδα και θέτοντας θέμα αποκλεισμού της απ’ τις αγορές και προσφυγής της στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε μία ομιλία που αν δεν είχε αντιμετωπιστεί με ψυχραιμία από την τότε κυβέρνηση και αντιπολίτευση θα μπορούσε να έχει τινάξει τη χώρα στον αέρα ένα χρόνο νωρίτερα απ’ ότι τελικά συνέβη.

Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν ήταν ελληνικό αλλά πρωταρχικώς ευρωπαϊκό και έτσι οι χώρες της ΕΕ στράφηκαν για βοήθεια στην ΕΚΤ ζητώντας ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο προστασίας των τραπεζών. Ο Γάλλος Πρόεδρος Σαρκοζί προώθησε αυτήν τη λύση αλλά η Γερμανίδα Καγκελάριος Μέρκελ ήταν κάθετα αντίθετη απορρίπτοντας την προστασία του τραπεζικού συστήματος από την ΕΚΤ και επιβάλλοντας τη στήριξη των τραπεζών με εθνικά κεφάλαια.

Ακόμη και μετά απ’ αυτήν την καταστροφική απόφαση της Γερμανίας και ενώ η Ελλάδα αναγκάστηκε να στηρίξει τις τράπεζες της με κρατικές εγγυήσεις, κατάφερε να αποφύγει τα χειρότερα και να φτάσει στο Νοέμβριο του 2009 αποδυναμωμένη μεν αλλά έχοντας διατηρήσει την πιστοληπτική της βαθμολογία στο Α, έχοντας πετύχει να δανείζεται με επιτόκια κοντά στο ιστορικό χαμηλό της, έχοντας αποτρέψει την κατάρρευση της αγοράς κατοικίας, έχοντας προσελκύσει αρκετά διεθνή επενδυτικά κεφάλαια ώστε το χρηματιστήριο της να καταγράφει τη μεγαλύτερη άνοδο στον κόσμο σε ετήσια βάση, έχοντας έναν τραπεζικό κλάδο ισχυρό, και συνεχίζοντας να εμπνέει εμπιστοσύνη στο εξωτερικό και το εσωτερικό της έτσι ώστε και να μπορεί να χρηματοδοτεί το χρέος της αλλά και να απολαμβάνει μεγάλες εισροές στις ελληνικές τράπεζες, μετρώντας αθροιστικά τις μεγαλύτερες καταθέσεις από ιδιώτες και επιχειρήσεις στην ιστορία της. Πράγματι, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είχε προσελκύσει νέες καταθέσεις ύψους, περίπου, 22 δις ευρώ το 2007, οι οποίες ενισχύθηκαν κατά επιπλέον 30 δις ευρώ το 2008 ενώ ακόμη και στο 2009 οι ελληνικές τράπεζες είδαν τις καταθέσεις να αυξάνονται κατά 10 δις ευρώ.

Χρειάστηκαν, ωστόσο, μόλις μερικές εβδομάδες πανικού της κυβέρνησης Παπανδρέου για να αντιστραφεί αυτή η μακροπρόθεσμη τάση και να αρχίσει ένα καταστροφικό κύμα εκροής καταθέσεων. Μόνο τον Ιανουάριο του 2010 εγκατέλειψαν τις ελληνικές τράπεζες κεφάλαια ύψους 5 δις ευρώ, με το έτος να κλείνει με εκροές ύψους 29 δις ευρώ. Από το Δεκέμβριο του 2009 μέχρι τον Απρίλιο του 2012 οι ελληνικές τραπεζικές καταθέσεις είχαν μειωθεί από 238 δις ευρώ στα 166 δις ευρώ, καταγράφοντας πτώση κατά 43%. Περίπου το 85% των εκροών προήλθε από ιδιώτες αποτυπώνοντας τον πανικό που κατέβαλλε τους Έλληνες πολίτες.

Ακόμη χειρότερα, ο διεθνής πανικός μεταφράστηκε σε μαζικές πωλήσεις ελληνικών περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ των οποίων και μετοχών, τραπεζικών και κρατικών ομολόγων, με τα κεφάλαια να μεταφέρονται απ’ την Ελλάδα στη Γερμανία προς αναζήτηση ασφάλειας. Ιδιωτικός και κρατικός τομέας αποκλείστηκαν απ’ τις αγορές κεφαλαίων και η χώρα δε μπορούσε πια να χρηματοδοτήσει το χρέος και τα ελλείμματα της.

Είχε έρθει η ώρα της Ελλάδας να χρειαστεί βοήθεια απ’ τη Γερμανία. Η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της ΕΕ, όμως, είχε άλλα σχέδια καθώς είδε στην ελληνική και στην ευρωπαϊκή κρίση μια διπλή ευκαιρία:

α) να πετύχει την έξοδο της ίδιας απ΄ τη μεγαλύτερη ύφεση στην ιστορία της με το να μετατραπεί σε πόλο έλξης κεφαλαίων εξασφαλίζοντας ένα μέγα πακέτο τόνωσης βασιζόμενο στην αστείρευτη ρευστότητα και στο χαμηλό κόστος κρατικού δανεισμού της

β) να προωθήσει τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης κάτω απ’ την ηγεμονία της, σχέδιο που είχε εκπονηθεί αλλά είχε μείνει στάσιμο απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και το οποίο αποτυπώνεται με μεγάλη σαφήνεια στα απόρρητα έγγραφα εκείνης της περιόδου που αποχαρακτηρίστηκαν μόλις προσφάτως.

Σήμερα, περισσότερο από δυόμιση χρόνια απ’ το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, η Γερμανία έχει προχωρήσει πολύ στην υλοποίηση των δύο αυτών στόχων. Όσον αφορά στον πρώτο, η οικονομία της αναπτύχθηκε με τους μεγαλύτερους ρυθμούς απ’ την επανένωση της χώρας, καταγράφοντας παράλληλα μία σειρά θετικών ρεκόρ δεκαετιών. Καταλυτικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το πακέτο τόνωσης που απόλαυσε η Γερμανία από τη μεταφορά κεφαλαίων απ’ το Νότο στις τράπεζες της αλλά και από τη μετατροπή της σε καταφύγιο κεφαλαίων απ’ όλο τον κόσμο, γεγονός που τη βοήθησε να δανείζεται με ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Η μελέτη της ροής τραπεζικών καταθέσεων μεταξύ των κρατών του Νότου και της Γερμανίας αποκαλύπτει τη δημιουργία μίας αρνητικής συσχέτισης που ξεπέρασε το 0,8. Δηλαδή περίπου στο 80% των περιπτώσεων οι εκροές απ’ το Νότο κατέληξαν σε εισροές στη Γερμανία (στοιχεία: Budensbank). .

Το ισοζύγιο στο Target 2, το Μάιο του 2012, έδειξε πλεόνασμα ύψους 660 δις ευρώ για τη Γερμανία, 146 δις ευρώ για την Ολλανδία και 45 δις ευρώ για τη Φινλανδία. Οι χώρες αυτές απολαμβάνουν χάρη στην κρίση πακέτα τόνωσης που αντιστοιχούν στο 23-25% του ΑΕΠ τους. Την ίδια στιγμή το αντίστοιχο έλλειμμα για τις χώρες του Νότου αντιστοιχεί στο 20-60% του ΑΕΠ τους (20% για Ιταλία, 23% για Ισπανία, 60% για Ιρλανδία, 50% για Ελλάδα).

Όσον αφορά στο δεύτερο στόχο της, η Γερμανία αναδείχτηκε ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ΕΕ, θέτοντας και επιβάλλοντας τους κανόνες της και προχωρώντας στην εμβάθυνση της ευρωζώνης με μεγαλύτερα βήματα από ποτέ. Η παράδοση εθνικής κυριαρχίας σε ευρωπαϊκά και υπό γερμανικό έλεγχο ιδρύματα είναι η νέα τάση που μετατρέπει τη Γερμανία σε ευρωπαϊκή αυτοκρατορία, χάρη στην ελληνική και την ευρωπαϊκή κρίση.

Αυτό που δεν έγινε ποτέ αντιληπτό απ’ τις ελληνικές κυβερνήσεις, είναι ότι όπως κάθε άλλη ηγέτιδα δύναμη μίας νομισματικής ένωσης, η Γερμανία δε θα κάνει ποτέ τίποτε που να εξυπηρετεί το γενικό ευρωπαϊκό συμφέρον αν δεν εξυπηρετείται πρωτίστως το δικό της. Η εταιρική αλληλεγγύη ισχύει μόνο από τον πιο αδύναμο προς τον πιο δυνατό. Η Γερμανία θα αντιμετωπίζει πάντα τις πιο αδύναμες οικονομικά χώρες με αλαζονεία και θα επιδιώκει να ισχυροποιείται εις βάρος τους αφού αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο. Δε χρειάζεται να κοιτάξει κανείς πολύ μακριά για να καταλάβει πώς λειτουργεί μία κυρίαρχος δύναμη σε ένα νομισματικό σύστημα και αρκεί να δει τις ΗΠΑ, που με το δολάριο εκμεταλλεύτηκαν ολόκληρο τον κόσμο από το 1945 και μετά.

Δεν είναι τυχαίο πως ήταν η Γερμανία που ηγήθηκε της αλλαγής του προηγούμενου νομισματικού συστήματος στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οργανώνοντας έναν κατά το ήμισυ επιτυχή νομισματικό πόλεμο εναντίον του δολαρίου, στην προσπάθεια της, τότε, να βάλει τέλος στην αμερικανική νομισματική κυριαρχία καθώς ήταν η ίδια που βρισκόταν στη θέση του αποδέκτη των συνεπειών του τρόπου λειτουργίας των ΗΠΑ μέσα στα πλαίσια της.

Ούτε είναι συμπτωματικό που απέτυχαν και οι τρεις προσπάθειας δημιουργίας μίας ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης με επίκεντρο το γερμανικό μάρκο, αφού η Γερμανία δρούσε πάντα με τον ίδιο τρόπο, εκμεταλλευόμενη τους εταίρους της τόσο σε καιρούς ηρεμίας, ώστε να προωθεί τη δική της ανάπτυξη όσο και περιόδους κρίσης, πιέζοντας για περισσότερο έλεγχο, δημοσιονομική και πολιτική ενοποίηση.

Τελικά, βέβαια, δεν έχει τόσο σημασία τί κάνουν οι άλλοι και αν αυτό μας βλάπτει ή μας βοηθά αλλά το τί κάνουμε εμείς για να αμυνθούμε ή να βοηθήσουμε τον εαυτό μας. Και κοιτώντας πίσω στο χρόνο θα διαπιστώσουμε εύκολα μερικά απ’ τα δραματικά λάθη των τελευταίων κυβερνήσεων που πέρασαν απ’ την Ελλάδα.

Η κυβέρνηση Σημίτη έκανε πολιτική της σημαία την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ αποτυγχάνοντας να προετοιμάσει τη χώρα σωστά γι’ αυτό το ιστορικό γεγονός και αφήνοντας την, εν γνώση της και προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της, εκτεθειμένη σε εξαιρετικά μεγάλους κινδύνους. Οι ευθύνες του κ. Σημίτη γι’ αυτό είναι διαχρονικές και βαρύτατες.

Η κυβέρνηση Καραμανλή δεν έκανε αυτά που έπρεπε για να προστατέψει τη χώρα απ’ τις αρνητικές συνέπειες της εισόδου της στην ευρωζώνη. Με ατολμία και χωρίς αίσθηση της ιστορικής του ευθύνης ο κ. Καραμανλής απόλαυσε πολιτικά τα θετικά της υιοθέτησης του ευρώ, αποτυγχάνοντας να εκμοντερνίσει και να ενδυναμώσει τη χώρα ώστε να αντιμετωπίσει τους δαίμονες του παρελθόντος και τις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος.

Η κυβέρνηση Παπανδρέου πανικοβλήθηκε και πανικόβαλε έναν ολόκληρο κόσμο για το άγνωστο (;) δημοσιονομικό έλλειμμα, λειτουργώντας ως μεγεθυντής και πολλαπλασιαστής των προβλημάτων της οικονομίας και οδηγώντας, ουσιαστικά, τη χώρα στην πτώχευση απ’ το Νοέμβριο του 2009 εφόσον ήταν δεδομένο πως η Γερμανία δεν υπήρχε περίπτωση να αναλάβει τις δικές της ευθύνες. Μελετώντας κανείς οικονομική ιστορία είναι μάλλον απίθανο να βρει πολλά αντίστοιχα παραδείγματα που ένας άνθρωπος πανικόβαλε τόσους πολλούς. Οι ηγέτες δεν πανικοβάλλονται και το κυριότερο δεν πανικοβάλλουν τους υπόλοιπους γύρω τους, πόσο μάλλον έναν ολόκληρο πλανήτη. Εκτός και αν ο κ. Παπανδρέου γνώριζε πως η ανθρωπότητα απειλούνταν με εξαφάνιση και ότι μόνο αυτός μπορούσε να την προστατέψει, δεν είχε κανένα πολιτικό έρεισμα και καμία νομιμοποίηση να θυσιάσει την Ελλάδα. Οτιδήποτε ακολούθησε του ‘Πανικού Παπανδρέου’, ήταν η συνέχεια μίας προδιαγεγραμμένης τραγωδίας.

Οι χώρες είναι υπεύθυνες για τις επιλογές και τα λάθη τους και η Ελλάδα έχει πολλά και διαφορετικής βαρύτητας δικά της λάθη να κατανοήσει, να αναγνωρίσει και να διορθώσει. Αλλά με το να αποδέχεται ευθύνες που δεν της ανήκουν, να αυτοδυσφημίζεται διεθνώς και το κυριότερο να αδυνατεί να αντιληφθεί και να αναδείξει τις ευθύνες και το ρόλο άλλων σε ιστορικής σημασίας γεγονότα και καταστάσεις, διαπράττει ένα αυτοκτονικό λάθος.

Σε τελική ανάλυση κάθε κράτος πρέπει να έχει τους δικούς του μακροπρόθεσμους, εθνικούς και υπερκομματικούς στόχους. Η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρίσει και να κατανοήσει αυτούς των υπόλοιπων κρατών που την επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα και επιτέλους να προσδιορίσει και να επιδιώξει τους δικούς της. Αν κάνει η ίδια αυτό που πρέπει θα μπορεί και να βοηθά τον εαυτό της και να προστατεύεται από εξωτερικούς κινδύνους αλλά και να νομιμοποιείται να αποδίδει ευθύνες στα κράτη που λειτουργούν με τρόπο βλαπτικό για το σύνολο. Και η Γερμανία, τουλάχιστον στα πλαίσια της ευρωζώνης, είναι σίγουρα ένα από αυτά.

Πηγή: TVXS